30
Ιουνίου 2011, Αθήνα
Ώρα:
12:53μ.μ.
Το τηλέφωνο χτύπησε.
«Εμπρός;», απάντησε ο άντρας.
«Εφιάλτη», είπε η φωνή στο ακουστικό, «εγώ είμαι, ο Λεωνίδας!»
« ́Ολα καλά;», ρώτησε ο Εφιάλτης.
« ́Οχι!», απάντησε ο Λεωνίδας. «Υπάρχει πρόβλημα! Βρισκόμαστε σε κατάσταση
πολιορκίας!»
«Από ποιους;»
«Από τον ελληνικό λαό! ́Εχουν
περικυκλώσει την βουλή!
Θέλουν να μπουν μέσα!»
«Και τί θες να κάνω γω;»
«Να πας στην διαδήλωση στο Σύνταγμα και να βοηθήσεις τους αναρχικούς να προκαλέσουν
ζημιές, ώστε να έχουμε δικαιολογία να πετάξουμε δακρυγόνα στον κόσμο και να διαλύσουμε
την συγκέντρωση!»
Ο Εφιάλτης αναστέναξε. «Οκέϋ, θα είμαι εκεί σε μισή ώρα».
« ́Ετσι μπράβο!», είπε ο Λεωνίδας και η γραμμή έκλεισε.
«Λεωνίδα», σκέφτηκε ο Εφιάλτης, «βασιλιά των Αντι-Σπαρτιατών. Βασιλιά μου».
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε. Παίρνοντας την αντι-ασφυξιογόνα μάσκα
του, 5 βόμβες μολώτωφ και ένα σφυρί, και βάζοντάς τα όλα στο σακίδιό του,
ετοιμάστηκε να διαδώσει το χάος στο κέντρο της δημοκρατίας.
Ο Εφιάλτης με βιαστικό ρυθμό ώδευσε προς την πλατεία συντάγματος, το μέρος όπου
η ελληνική βουλή είναι χτισμένη.
Το πλήθος που βρισκόταν εκεί έδειχνε αχανές. 300.000 ́Ελληνες διαδήλωναν ειρηνικά στην πλατεία
συντάγματος. Αποστολή τους: να αναγκάσουν τους 300 Αντι-Σπαρτιάτες βουλευτές να
μην ψηφίσουν το μνημόνιο. Διαφορετικά, ο κόσμος θα πεινούσε.
Ο Εφιάλτης σκεφτόταν την πάρτη του και δεν έδινε δεκάρα για τον κόσμο.
Ανήκε στην κοινωνική τάξη των Αντι-Σπαρτιατών και αυτός. Ο Λεωνίδας του έκανε
χατήρια και ρουσφέτια και σαν αντάλλαγμα ο Εφιάλτης πρόσφερε τις υπηρεσίες του.
Και εκείνη την μέρα έπρεπε να αποδείξει την υποταγή του σαν
Αντι-Σπαρτιάτης.
́Ηξερε που θα έβρισκε τους αναρχικούς.
Πήγε κοντά στους αστυνομικούς.
Οι αναρχικοί έβγαιναν από τις κλούβες των μπάτσων. Η αστυνομία συνεργαζόταν
με τους αναρχικούς χρόνια τώρα.
Η συνεργασία τους εκείνη την μέρα θα έφτανε σε ένα βίαιο κρεσέντο.
Πήγε μαζί τους. «Χεχε», γέλασε και τα μάτια του έλαμψαν διαβολικά. «Και τώρα
θα σπείρουμε τον πανικό!»
Προχώρησαν προς την πλατεία συντάγματος, άρπαξαν τα σφυριά και τις
βαριοπούλες τους και άρχισαν να σπάνε το μάρμαρο των πεζοδρομίων. Χρειάζονταν
πυρομαχικά. Στόχος τους: Οι φίλοι τους, οι μπάτσοι!
Οι αναρχικοί βρέθηκαν μπροστά από ένα μπλόκο ματατζίδων και άρχισαν να τους
πετάνε κοτρώνια, κομμάτια ξύλο και γενικά ό,τι μπορούσαν να βρουν.
Ο Εφιάλτης ανάφλεξε μία από τις βόμβες μολώτωφ του και την πέταξε στις
δυνάμεις των ματ.
Η βόμβα έπεσε κοντά στα πόδια των αστυνομικών και έκανε έκρηξη φωτιάς. Οι αστυνομικοί
αποφάσισαν να ανταποδώσουν πυρά: άρχισαν να πετάνε δακρυγόνα!
Ο Εφιάλτης και οι άλλοι αναρχικοί φορούσαν μάσκες. Αλλά ο κόσμος δίπλα
τους, γυναίκες, παιδιά, ενήλικοι και γηραιοί δεν φορούσαν. ́Αρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι.
«Αυτή η πλευρά καθάρισε», είπε ο Εφιάλτης στους αναρχικούς. «Πάμε στην άλλη
πλευρά της πλατείας!»
Επανέλαβαν την ίδια διαδικασία αρκετές φορές μέχρις ότου η συγκέντρωση
σχεδόν διαλύθηκε. ́Αοπλοι πολίτες
έτρεχαν να ξεφύγουν από πέτρες, δακρυγόνα και τα κλομπ των ματ!
«Χαχαχα! Απόλυτο χάος!», φώναξε ο Εφιάλτης. «Γουστάρωωωω!»
Ανάφλεξε την τελευταία του μολώτωφ και τέντωσε το χέρι του σαν καταπέλτης
για να πετάξει υγρό πυρ στους αστυνομικούς.
́Εκοψε τα σκοινιά του καταπέλτη.
Δυστυχώς για αυτόν όμως, ο μηχανισμός μπλοκάρισε. Ο λόγος: ένα άτομο τον
άρπαξε από το χέρι και δεν τον άφησε να πετάξει την βόμβα!
Ο Εφιάλτης γύρισε και αντίκρυσε έναν μεσήλικα άντρα. ́Εσβυσε την φλόγα του φυτιλιού.
Ο μεσήλικας τον κοιτούσε με παρακλητικά μάτια. «Σε παρακαλώ!», είπε. «Μην
καταστρέφεις τις ζωές μας!»
«Τιιί;!;», ο Εφιάλτης ρώτησε κατάπληκτος.
« ́Εχεις σκεφτεί καθόλου τις συνέπειες που θα έχει για την χώρα η ψήφιση
του μνημονίου; Θα γίνουμε σκλάβοι του ΔΝΤ!!»
Ο άντρας συνέχισε: «Ο βασικός μισθός τώρα είναι 600 ευρώ! Με τα μέτρα του μνημονίου
θα μειωθεί περισσότερο! ́Εχω τρία
παιδιά! Πώς γίνεται να τα βγάλουμε πέρα;», είπε απελπισμένος.
«Τα παιδιά σου θα σε συντηρήσουν!», είπε ο Εφιάλτης ψυχρά.
«Τα παιδιά μου είναι ́ΑΝΕΡΓΑ!», ο
άντρας απάντησε οργισμένος.
«Οοοοο! ́Ασε με ήσυχο γέρο!», είπε ο
Εφιάλτης ενοχλημένος. «Δεν με νοιάζουν τα προβλήματά σου!»
«Νομίζεις ότι είναι όλα διασκέδαση, έτσι;», ο μεσήλικας είπε. «Εσύ και οι
φίλοι σου παίζετε κλέφτες και αστυνόμους, επειδή δεν πιστεύετε σε τίποτα! ́Ομως θα σου πω κάτι παιδί μου, σε αυτή την
χώρα υπάρχουν κάποιοι που πραγματικά ενδιαφέρονται!»
Ο Εφιάλτης τον αγνόησε, ανάφλεξε ξανά την βόμβα και την πέταξε προς έναν
αστυνομικό.
Η βόμβα έσκασε κάτω ακριβώς από τον αστυνομικό και τον τραυμάτισε. ́Επεσε κάτω κρατώντας το πόδι του.
Αυτό το συμβάν εξόργισε τους αστυνομικούς οι οποίοι επιτέθηκαν στο πλήθος,
χτυπώντας και ξυλοκοπώντας άτομα που δεν ήταν υπεύθυνα για το περιστατικό.
Λόγω πείρας, ο Εφιάλτης ήξερε τί έπρεπε να κάνει. Αναμείχθηκε με το πλήθος,
και οι ματατζίδες τον έχασαν.
Εκεί, στο πλήθος, μακριά από την επιρροή των αναρχικών και των αστυνομικών,
σκέφτηκε αυτά που του είπε ο μεσήλικας.
Ο άνθρωπος φαινόταν ειλικρινής και προβληματισμένος. Ο Εφιάλτης, βοηθώντας
τους Αντι-Σπαρτιάτες, βοηθούσε ταυτόχρονα να καταδικαστούν τα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα σε εξαθλίωση.
«Και τί με νοιάζει εμένα για αυτούς;», σκέφτηκε θυμωμένος. «Δεν θέλω να
αναμειχθώ! ́Εχω τα δικά μου προβλήματα!»
«Εγώ ο ίδιος είμαι μπλεγμένος στο σύστημα!», συλλογίστηκε. «Σαν μέλος της
κοινωνίας των Αντι-Σπαρτιατών, όλα έρχονται εύκολα για μένα! Εγώ και ο Λεωνίδας
είμαστε φίλοι. Δέχτηκα να κάνω τις βρωμοδουλειές του σε αντάλλαγμα για τα ρουσφέτια που μου πρόσφερε!»
́Ενιωσε κουρασμένος. « ́Ισως θα
έπρεπε να πάω σπίτι», σκέφτηκε. «Απ ́ότι φαίνεται η αποστολή εξετελέσθη. Ας
μείνω ουδέτερος από εδώ και εμπρός».
Ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής. Τα μάτια του σταμάτησαν σε ένα απεχθές
θέαμα.
Ο άντρας με τον οποίο μιλούσε πριν, κειτόταν στο έδαφος περικυκλωμένος από
αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί τον χτυπούσαν ανελέητα με τα κλομπ τους.
«Αρκετά πια!», φώναξε δυνατά και με βιαστικά βήματα πήγε προς τους
αστυνομικούς.
«ΓΙΑΤΙ;», τους φώναξε. «Γιατί βαράτε έναν αβοήθητο άνθρωπο;»
«Τον είδαμε να πετάει μια μολώτωφ προς το μέρος μας!», ένας από τους
ματατζίδες είπε. «Είδαμε επίσης και εσένα να προσπαθείς να του πάρεις την βόμβα
από τα χέρια, αλλά τελικά αυτός την πέταξε!»
«ΟΧΙ!», ούρλιαξε ο Εφιάλτης. «Εγώ σας πέταξα την βόμβα! Συλλάβετε εμένα
αντί γι ́ αυτόν!»
Ο επικεφαλής των μπάτσων έβγαλε το κράνος του, κοίταξε τον Εφιάλτη και
είπε: «Η ελληνική αστυνομία γνωρίζει πως να κάνει την καθήκον της!». ́Εκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
Οι αστυνομικοί συνέχισαν να κάνουν το καθήκον τους και πέρασαν χειροπέδες
στον άντρα.
Ο Εφιάλτης μάζεψε μερικές πέτρες από το έδαφος και επιτέθηκε στους
αστυνομικούς.
Τρεις πέτρες χτύπησαν τρία κεφάλια αστυνομικών. Τρεις αστυνομικοί
νοκ-άουτ! ́Εμειναν πέντε, οι οποίοι
αντεπιτέθηκαν χωρίς έλεος.
Τον έσπασαν στο ξύλο.
́Εχασε τις αισθήσεις του.
***
30 Ιουνίου 2011- Αθήνα
́Ωρα: 3:27μ.μ.
́Αρχισε να συνέρχεται αργά, και αργά
άρχισε να νιώθει πόνο από τους πολλαπλούς μώλωπες που απόκτησε στο κορμί του.
Παρόλαυτα, μπορούσε να σταθεί και να λειτουργήσει κανονικά.
Βρισκόταν σε μία κλούβα. Εκεί μαζί του καθόταν ο μεσήλικας, για τον οποίο
νόμιζε πως δεν ενδιαφερόταν.
«Βλέπω πως έκανες το σωστό πράγμα», ο άντρας του είπε. « ́Ισως να υπάρχει
ελπίδα ακόμα για σένα!»
Ο μεσήλικας ανεστέναξε σε απελπισία: « ́Ομως όχι και αυτή την χώρα! Σε 30
λεπτά η ψηφοφορία θα ξεκινήσει! Είναι προφανές ότι το μνημόνιο θα περάσει! Αυτό
θα σημάνει το τέλος μας!»
Ο Εφιάλτης το σκέφτηκε καλά. Συχνά στο παρελθόν πήγαινε στην βουλή για να
εισπράξει τα «δώρα» του. Γνώριζε μία παλιά εγκαταλελειμένη πόρτα που κανείς δεν
χρησιμοποιούσε για να μπει στην βουλή. Οι δυνάμεις των ματ εκεί δεν θα έπρεπε
να ήταν ισχυρές! Αν μπορούσε να μαζέψει πέντε με δέκα χιλιάδες πολίτες και να
μπει στην βουλή, όλα θα τελείωναν! Οι
́Ελληνες δεν θα τους άφηναν να ψηφίσουν!
« ́Οχι», ο Εφιάλτης είπε αποφασιστικά. «Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα!»
Σηκώθηκε και άρχισε να κλωτσάει την πόρτα της κλούβας με όλη του την
δύναμη.
́Επειτα από δέκα δευτερόλεπτα ένας
ματατζής άνοιξε την πόρτα. Φορούσε κράνος. « ́Εϊ! Βούλωστο αλλιώς θα τις φας
πάλι κόπανε!»
Τα μάτια του Εφιάλτη άνοιξαν διάπλατα: «Παναγίτσα μου!», είπε με προσποιητό
τρόμο στην φωνή του. «Μία σφήκα έχει περάσει μέσα από το κράνος σου! Πάει δίπλα
στο μάτι σου!»
Ο ματατζής έβγαλε το κράνος του έντρομος: «Πού; Πού είναι; Διώξε την
διάβολεε!!!»
Με αστραπιαία ταχύτητα, ο Εφιάλτης έσκασε ένα «άπερκατ» με το κωλοδάχτυλο
στο μάτι του αστυνομικού.
Ο αστυνομικός άρχισε να ουρλιάζει: «Χριστέ μου! Με τσίμπησε! Θα τυφλωθώ!»
Το τί επακολούθησε είναι προφανές:
Γροθιά στο στομάχι.
Κλωτσιά στα παΐδια.
Καρατιά στο σβέρκο.
Ο αστυνομικός έπεσε ξερός.
Πήρε τα κλειδιά από την στολή του αστυνομικού και ελευθέρωσε τον εαυτό του
και τον μεσήλικα.
Κανείς άλλος μπάτσος δεν φύλαγε την κλούβα έξω.
«Ακολούθησέ με!», είπε στον μεσήλικα. «Δεν θα τους αφήσουμε να καταστρέψουν
την χώρα μας!»
Βγήκαν από την φυλακή τους και βρέθηκαν στην διαδήλωση ξανά. ́Ο,τι είχε μείνει δηλαδή από την διαδήλωση.
Ο αέρας της ατμόσφαιρας μύριζε δηλητήριο από τα δακρύγονα. Το πλήθος των
Ελλήνων κοιτόταν διεσπαρμένο, χωρίς ελπίδα για το μέλλον.
«Αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε μερικούς από τους εναπομείναντες ́Ελληνες, θα μπορούσαμε να μπούμε εύκολα στην
βουλή. Γνωρίζω ένα κρυφό μονοπάτι! Χεχε!»
«Κανένα πρόβλημα!», είπε ο μεσήλικας. «Με λένε Ξέρξη*. Εγώ έχω οργανώσει
αυτή την διαδήλωση! Οι ́Ελληνες θα με αναγνωρίσουν
και θα με ακολουθήσουν!»
* = Υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της Ελλάδας και της Περσίας. Τα αρχαία χρόνια, υπήρξε μεγάλη αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο εθνών. ́Εχει πλέον αποδειχθεί
επιστημονικά, ότι το DNA των Ελλήνων έχει πολλές ομοιότητες με αυτό των Ιρανών. Αυτός ήταν και ο λόγος που έκανα τον Ξέρξη Ελληνα.
Τους πήρε 10 λεπτά για να μαζέψουν μία «στρατιά» περίπου 10000 θυμωμένων
Ελλήνων. Μέσα σε 5 λεπτά, όλοι γνώριζαν το σχέδιο.
«Για να περάσουμε απαρατήρητοι», είπε ο Ξέρξης, «θα χωριστούμε σε δέκα μέρη
και θα περπατήσουμε χωρίς διάταξη πίσω από την βουλή!»
Μέσα σε 5 λεπτά, συγκεντρώθηκαν όλοι μπροστά από την πόρτα που τους είπε ο
Εφιάλτης.
Η θεά της τύχης ήταν μαζί τους εκείνη την μέρα.
Κανείς δεν φύλαγε την κρυφή πόρτα.
Ο Εφιάλτης μπήκε μέσα στο κτήριο της βουλής. «Επιτέλους!», συλλογίστηκε. «Τώρα
θα γίνω ο δικός τους εφιάλτης!»
Ο Ξέρξης και οι υπόλοιποι ́Ελληνες
τον ακολούθησαν.
́Ολοι όσοι δούλευαν στην βουλή,
υπάλληλοι και φρουροί, άρχισαν να πανικοβάλλονται στην θέα 10000 αποφασισμένων
Ελλήνων! Δεν υπήρχε νόημα να προσπαθήσουν να τους σταματήσουν!
Εισέβαλλαν στο κοινοβούλιο.
Οι Αντι-Σπαρτιάτες ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν την ψηφοφορία.
«Σταματήστε αυτή την προδοσία αμέσως!», φώναξε ο Εφιάλτης δυνατά.
Οι 300 Αντι-Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα μάτια τους. Οι 10000 ́Ελληνες γέμισαν το κοινοβούλιο.
Μονάχα ένα άτομο φάνηκε ψύχραιμο. Μαντέψτε ποιος: Ο Λεωνίδας.
«Τι ανοησίες είναι αυτές Εφιάλτη!», είπε αυστηρά. «Οι διαταγές σου ήταν να
διαλύσεις την συγκέντρωση! ́Οχι να τους αφήσεις
να μπουν μέσα!»
« ́Αλλαξα γνώμη!», απάντησε αυτός. «Η κυβέρνηση σου είναι διεφθαρμένη και
άδικη. Δεν αξίζετε να κυβερνάτε!»
Ο Λεωνίδας σηκώθηκε από το έδρανό του και πλησίασε τον Εφιάλτη. Είπε
ψιθυριστά: « ́Ελα τώρα, ξέχασες πόσο άνετη είναι η ζωή του Αντι-Σπαρτιάτη;
Σταθερή δουλειά στο δημόσιο, βύσμα στον στρατό, μαύρο χρήμα από λαμογιές... αν
χάσουμε την εξουσία μας, τότε όλα αυτά χάθηκαν! Παφ! Θα ζήσεις μία ζωή στην οικονομική
ανασφάλεια!»
Ο Εφιάλτης άρχισε να σκέφτεται τις συνέπειες των πραξεών του. Αν οι Αντι-Σπαρτιάτες
έφευγαν, τότε τέλος η διαφθορά και τα παράνομα μπόνους.
́Ομως, για πρώτη φορά, ένιωσε
καλύτερα. Η ιδέα του να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις και όχι στους ξένους
για να επιβιώσει τον έκανε να νιώθει πιο δυνατό. Μία δύναμη που του έδινε σύνεση.
Δεν θα τους άφηνε να καταδικάσουν την χώρα σε φτώχεια!
«Οι δοσοληψίες μεταξύ μας τελείωσαν φίλε»,
του είπε και χαμογέλασε. «Πάρε τους τριακόσιους σου και φύγετε από την χώρα!»
Ο Λεωνίδας τα έχασε τελείως. Τόσο καιρό ο Εφιάλτης ήταν ο υποτακτικός του.
Πάντοτε υποχωρούσε στο «βόλεμα». Τώρα όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει!
«Μα!!»
Ο Ξέρξης παρενέβη λέγοντας στους Αντι-Σπαρτιάτες: « ́Εχω ήδη πει στους
φρουρούς να καλέσουν ελικόπτερα για να σας πάνε στο αεροδρόμιο. Φύγετε τώρα!»
Και έτσι οι 300 έφυγαν από την χώρα. Τα ελικόπτερα έφευγαν το ένα μετά το
άλλο και ο Ελληνικός λαός γιόρταζε το γεγονός.
«Και πού πάμε τώρα Εφιάλτη;», ρώτησε ο Ξέρξης. «Αυτό το έχεις σκεφτεί
καθόλου;»
« ́Οχι Ξέρξη, δεν το έχω σκεφτεί!», απάντησε αυτός. «Αυτό είναι κάτι που ο
Ελληνικός λαός πρέπει να αποφασίσει!»
***
Ο Εφιάλτης προχώρησε προς την έξοδο της βουλής.
Ο καιρός έξω ήταν καλός. Ο ήλιος φώτιζε την Πλατεία Συντάγματος και αραίωνε
την ομίχλη όπως η αλήθεια φωτίζει το ψέμα.
Χωρίς να ξέρει το γιατί, ένιωσε μια αρχαία κατάρα να φεύγει από πάνω του.
«Εξιλεώθηκα», σκέφτηκε, και επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει ένα ξεχασμένο
συναίσθημα που ονομαζόταν «Ελπίδα».
English version:
30th June 2011 – Athens
Time: 12:53pm
The telephone rang.
«Hello?», the man
answered the phone.
«Hello Ephialtes», a
voice spoke on the phone. «It is me, Leonidas!»
«Is everything ok?»,
Ephialtes asked.
«No, it is not ok!»,
Leonidas said. «We are under siege!»
«By whom?»
«By the Greek people!
They have surrounded the parliament! They want to break in!»
«So, what do you want
me to do?»
«Go to the protests at
Syntagma! Aid the anarchists on spreading chaos, so we can have an excuse to
throw tear-bombs and break the crowds!»
Ephialtes signed. «Ok, I'll be there in
half an hour».
«Good!», Leonidas said
and hung up the phone.
«Leonidas», Ephialtes
thought. «The king of the Anti-Spartans. My king».
He got off bed and
dressed up. Taking his gas mask, 5 molotov-bombs, and a mallet and by putting them in his
backpack, he got ready to spread some chaos in the center of democracy.
Ephialtes paced for the
Syntagma square, the place where the Greek parliament is built.
The crowd gathered
there looked immensely big. 300,000 Greeks protested peacefully in the Syntagma
Square. Their mission: to make the anti-spartan government not vote for the
austerity measures. Otherwise, people would starve.
Ephialtes thought of
his own part and didn't care about the people. Ephialtes belonged in the
anti-spartan society. Leonidas granted him illegal favors, and Ephialtes
repaid them. And that day he would show his loyalty as an anti-spartan.
He knew where to find
the anarchists. He walked near the cops.
The anarchists were
getting out of the police vans. The police cooperated with the anarchists for
many years now. Their cooperation that day reached a violent crescendo.
He joined them.
«He-he», Ephialtes laughed
and his eyes sparkled diabolically. «Time to do some damage!»
They moved to the
Syntagma square, grabbed their mallets and started to brake the marbles of the
pavement. They needed ammunition. Target: their friends, the cops!
The anarchists walked
on a blockade of police troops and started throwing rocks, wood chunks and
everything they could find on the policemen.
Ephialtes ignited one
of his fire-bombs and threw it at the troops.
The bomb hit near the
feet of the policemen, and it exploded. The policemen decided to return fire;
They started throwing tear-bombs!
Ephialtes and all the
other anarchists wore gas masks. But the people near them, women, children, and
elder people did not. Their flanks began to break.
«This side is clear»,
the head of the anarchists said. «Let's move to the other side of the square!»
They repeated this
procedure several times until the protest became a mess. Unarmed people ran to
stay safe from rocks, tear-bombs, fire-bombs, and the clubs of the
special forces of the police!
«Haha! It's a complete
mess!», Ephialtes screamed. «Looove it!!»
He ignited his last
fire-bomb and stretched his hand like a catapult to throw it at the policemen.
He cut the strings of the catapult.
Unfortunately for him,
the mechanism somehow blocked. A person grabbed his arm and didn't allow him to
throw the bomb!
Ephialtes turned around
and he saw a middle-aged man. He extinguished the flame of the bomb.
The man looked at him
with pleading eyes.
«Please!», he told him.
«Do not destroy our lives!»
«What?», Ephialtes said
astounded.
«Have you any idea of
the consequences of your actions? If you and your comrades continue, Greece
will fall! We will become slaves of the IMF!»
The man continued:
«The basic salary now
is 600 euros! With the austerity measures it will become even less! I am not
qualified, and I have three children! How am I supposed to live?». His voice
sounded desperate.
«Your children will
provide for you!», Ephialtes said coldly.
«My children are
UNEMPLOYED!», the man said in rage.
«Arghh, let me be old
man!», Ephialtes said annoyed. «I don't care about your problems!»
«You think it's all
about fun, don't you?», the middle-aged man said. «Playing cops and thieves
because you believe in nothing! But I'll let you know son, there are some
people in this country who DO care!»
Ephialtes ignored him,
re-ignited the bomb and threw it at the policemen.
The bomb exploded and
injured a policeman. The policeman fell down, holding his foot.
This event enraged the
policemen and they charged at the crowd, hitting and bashing at people who
didn't involve themselves at all in the situation.
From his past
experience, Ephialtes knew what to do. He vanished in the crowd, and the
policemen lost him.
There, in the crowd,
far from the reach of policemen and anarchists, he thought more about what the
man told him.
The man looked sensire
and troubled. Ephialtes, by aiding the anti-spartans, helped to condemn the lower class of the society into
poverty.
«But what do I care
about them?», he thought enraged. «I don't want to get involved! I already have
my own problems!»
«I myself I'm entangled
in this system!», he reflected. «As a member of the anti-spartan society,
everything comes easy to me. Me and Leonidas are friends, and I accepted to do
the «dirty work» for him in exchange for rusfetia».
He felt tired. «Maybe I
should go home», he thought. «It seems that the job's done. I should stay
neutral from now on».
He started to go home.
A vicious spectacle caught his eye.
The man he spoke to
before, lay surrounded by policemen. The policemen were hitting him with their
clubs.
«I've just had enough
of this!», he screamed enraged and ran near the policemen.
«Why?», he shouted at
them. «Why are you hitting a helpless person?»
«We saw him throw a
molotov at us!», one of them said. «We also saw you try to take the bomb from
his hands but in the end he succeeded!»
«NO!», Ephialtes shouted. «I threw the bomb at you!
Arrest me instead!»
The head of the troops
removed his helmet, looked at Ephialtes and said:
«The Greek police knows
how to do its job!», and closed his eye in conspiracy.
The policemen continued
their duty and put handcuffs on the man.
Ephialtes picked up
several rocks from the ground, and attacked the cops.
Three hits shot; three
clear shots at three cops' heads, knocking them down. There were 5 policemen
left, who attacked without mercy.
They beat the hell out
of him.
He fell unconscious.
30th June 2011-Athens
Time: 3:27pm
Consciousness returned
slowly, and slowly he felt pain from the bruises on his body. But he could
still stand up and function normally. He looked around him:
He lay inside a police
van. He stood there with the middle-aged man, who he thought he didn't care
about.
«I see you did the
right thing», the man told him. «Maybe there is hope for you yet!»
The man signed in
desperation.
«But not for this
country! In 30 minutes the voting will begin! It is obvious that the measures
will pass! This will be our end!»
Ephialtes thought about
it well. He used to go inside of the parliament building often to receive his
«gifts». He also knew an old forgotten door that nobody used to get inside the
parliament. The cops' force there would not be very strong! If he could gather,
say 5000 or 10000 civilians and break inside the parliament, everything would
be over! The Greeks would not allow them to vote!
«No», Ephialtes said
determined. «Nothing is over yet!»
He got up and started
to kick at the door of the van as hard as he could.
After 10 seconds a
policeman wearing a helmet opened the door. «Hey! Shut up or we'll kick your
ass a second time punk!»
Ephialtes' eyes opened
wide:
«Oh my god!!», he
shouted in a horrified pretention. «There is a bee inside your helmet! It is
going near your eye!»
The trooper removed his
helmet and said:
«Where? Where is it?
Remove it damn it!»
With lighting speed,
Ephialtes stroke a «middle-finger» uppercut in the officer's eye.
The officer began
screaming:
«Ohh my god it stung
me! I will lose my eye!»
What followed is
obvious:
Punch in the gut.
Kick in the ribs.
Chop in the neck.
The policeman lost
consciousness.
Ephialtes took the keys
from the policeman's uniform and freed himself and the man.
No more policemen guarding
the van outside.
«Follow me!», he told
the man. «We are not going to let them destroy our country!»
They escaped their
prison and joined the protest again.
The air in the
atmosphere smelled like poison from the tear-bombs. The Greek crowd stood
broken and without hope for the future.
«If we could gather
some of the remaining Greeks», Ephialtes said, «say 10000 people, we could easily
get inside the parliament. I know a secret door! Hehe!»
«That will be no
problem!», the man said. «The name's Xerxes. I organize the Greeks in this
protest! They will recognize and follow me!»
It took 10 minutes to
gather an «army» of about 10000 angry Greeks. In 5 minutes, everybody knew the
plan.
«In order to avoid
being noticed», Xerxes said, «we will break into 10 units and gather behind the
parliament with no particular order!»
And so they did and
after 5 minutes they merged at the place Ephialtes told them to go.
The goddess of luck
stood by them that day.
Nobody guarded the
secret door.
Ephialtes entered the
parliament. «At long last!», he reflected. «Now I will become their nightmare!»
Xerxes and the other
Greeks followed him.
Everybody started to
panic inside the parliament building. People that worked there, and guards. No
point in trying to stop a determined army of 10000 Greeks!
They broke into the
parliament.
The anti-spartans were
about to begin voting.
«Stop this treachery
immediately!!», Ephialtes shouted loudly.
All the parliament
members stood surprised and shocked by the event. The 10000 Greeks entered the
parliament and filled it.
Only one person looked
calm. Guess who: Leonidas.
«What is this nonsense
Ephialtes!!», he said. «Your orders were to destroy this protest! Not reinforce
it!»
«I've changed my
mind!», Ephialtes said. «Your government is corrupted and unfair! You do not
deserve to rule!»
Leonidas stood up from
his seat and approached Ephialtes. He said quietly:
«Come on now, have you
forgotten how easy your life has become because of us? A steady job in the
public sector, an army service with no troubles, black money from rusfetia, no
tax payment etc-etc. If we lose our power, you will live a life of financial
uncertainty!»
Ephialtes started to
think about the consequences of his actions. If the anti-spartans left, there would
be no more illegal money and cheating.
But for once, it felt
better. Having to rely on his own abilities than to depend on others to survive
made him feel... stronger. No, he could not allow them to condemn a whole nation
into poverty!
«There will be no more
business between you and me!», he said to him and smiled. «Take your 300, call
your private helicopters and leave this country!»
Leonidas couldn't
believe his own ears. «But!!!»
Xerxes intervened:
«I have already told
the guards to call choppers to take you to the airport! Leave now!»
And so it came to pass
that the 300 left the country. The choppers flew one after the other and the
Greek people celebrated the event.
«So, where are we going
now Ephialtes?», Xerxes said. «Have you thought about that?»
«No Xerxes, I
haven't!», Ephialtes replied. «This is something the Greek people should
decide!»
«Finally, I have redeemed
myself!», Ephialtes thought, and he allowed himself to feel something he had long forgotten: hope.