Monday, 27 January 2020

Ανακατασκευές-διήγημα


Ο Πολύνικος καθισμένος στην καφετέρια, έπινε τον καφέ του. Ήταν μόνος του, και κρατώντας μία εφημερίδα, διάβαζε όλη αυτή την παλιατζούρα των ειδήσεων που κάποιοι είχαν την αφελή αφέλεια να αποκαλούν «νέα». 
«Μπορείτε να με πληρώσετε παρακαλώ;», ρώτησε ο σερβιτόρος.
Σαν να ήταν ο ίδιος ο Πολύνικος ταύρος, και ο σερβιτόρος να του φώναζε: «Τόρο! Τόρο!», διαφανείς ατμοί βγήκαν από τα ρουθούνια του, και τα μάγουλά του κοκκίνησαν από τον θυμό. «Πόσο είναι;», κατάφερε να αρθρώσει ο Πολύνικος τελικά.
«2,5ευρώ».
«Πάρτα!», είπε ο Πολύνικος και του έδωσε στο χέρι μία χούφτα με κέρματα.
Ο σερβιτόρος μέτρησε τα κέρματα λες και ήταν υπολογιστής, και έπειτα από δυο – τρία κοπιαστικά λεπτά, έδωσε το ένα παραπανήσιο λεπτό στον Πολύνικο.
«Όχι, κράτα το!», είπε ο Πολύνικος και ένα χαιρέκακο μειδίαμα φάνηκε στα χείλη του. «Μπουρμπουάρρρρ!!», συνέχισε κάνοντας το «ρο» να ακουστεί λες και πήρε μπρος φρέζα.
Ο σερβιτόρος πήρε το ένα λεπτό και κοίταξε τον Πολύνικο με ένα νευρικό τρεμουλιαστό χαμόγελο, μεταξύ οργής και σύγχισης, σαν να σκεφτόταν: «Μα με δουλεύει αυτός;!!; Ένα λεπτό μου έδωσε;;» Τελικά το πήρε, είπε: «Ευχαριστώ» με ένα τόνο άδειο, χωρίς ενέργεια, και πήγε προς την επόμενη παραγγελία.
Καθώς ο Πολύνικος έφευγε, με την άκρη του ματιού του είδε τον σερβιτόρο να συνομιλεί με τον ιδιοκτήτη της καφετέριας. Το μόνο που έπιασε από την μεταξύ τους συνομιλία ήταν: «Μα τί έπαθες βρε Λύσσανδρε; Σκέτο ερείπιο είσαι!!»
«Τί;; Είσαι ερείπιο;; Ερείπιο είπες;», μονολόγησε ο Πολύνικος. «Θα σε φτιάξω εγώ!!»
***
Μα για ποιό λόγο τέλος πάντων ο Πολύνικος ήταν τόσο αγενής με τον σερβιτόρο; Και τί εννοούσε με τα τελευταία του λόγια; Δεν είχε ήδη βγει από πάνω ο Πολύνικος στον Λύσσανδρο;
Ναι, είχε βγει. Όμως ο Πολύνικος ήταν πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, με ειδίκευση σε οποιουδήποτε τύπου αυθαιρεσίες. Δηλαδή, αν ήθελες να φτιάξεις μία αυθαίρετη οικοδομή, ο Πολύνικος ήταν ο ειδικός για αυτό. Για αυτό λοιπόν βγήκε από πάνω ο Πολύνικος. Γιατί προσπαθούσε να επιτύχει αυτό που ήθελε ο δασκαλός του:
«Για να γίνεις καλός στις αυθαιρεσίες, πρέπει να γίνεις και ο ίδιος αυθαίρετος», ακούστηκαν τα λόγια του δάσκαλού του στο μυαλό του. «Πρέπει να ανοίγει κάποιος την εγκυκλοπαίδεια, και στην έννοια της λέξης αυθαιρεσία, να υπάρχει το όνομά και το τηλέφωνό σου μέσα!»
Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο του Πολύνικου. «Σνιφ!! Αχ, δάσκαλε! Πόσο προσπαθώ να σου μοιάσω και δεν μπορώ! Ακόμα δεν έχει μπει το όνομά μου στην εγκυκλοπαίδεια! Όμως προσπαθώ!! Σνιφ! Σνιφ! Δακρ!»
Αποφασιστικά δήλωσε: «Δεν θα με βρίσκει κανείς από τον Χρυσό Οδηγό από εδώ και εμπρός! Θα με βρίσκει από την εγκυκλοπαίδεια!»
Υπήρχε βέβαια και μία άλλη παράμετρος στην εξίσωση της αγένειας του Πολύνικου. Και αυτό γιατί ο Πολύνικος εξοργιζόταν κάθε φορά που οι άλλοι του ζητούσαν να κάνει κάτι για αυτούς.
«Καταραμένε σερβιτόρε!», σκέφτηκε ο Πολύνικος. «Μου έπρηξες τα στομάχια! Όλοι θέλουν – θέλουν – θέλουν! Εγώ το μόνο που θέλω είναι να με αφήσουν ήσυχο!»
Μπήκε στο γραφείο του, του οποίου η πινακίδα του, έλεγε ραφείο, μιας και το «Γάμμα» είχε πέσει στο έδαφος. Όμως ο Πολύνικος δεν το είχε παρατηρήσει αυτό.
Πήρε ένα χαπάκι «Μαλλόξ», το οποίο ο ίδιος το έλεγε «Μαλλάξ», γιατί θεωρούσε ότι του έκανε μαλάξεις στο στομάχι. Κάποιες άλλες φορές όμως το έλεγε και «Μάλλαξ», γιατί δεν είχε καμία επίδραση θετική πάνω του.
«Απαπά», μουρμούρισε ο Πολύνικος, «για πέταμα είναι σήμερα αυτό το Μάλλαξ!»
«Δεν μπορεί», σκέφτηκε ο Πολύνικος έπειτα, «πρέπει να με έχουν ματιάσει!!! Κάτι πρέπει να κάνω για αυτό!!»
Έψαξε στον χρυσό οδηγό και βρήκε το πρώτο τηλέφωνο που ήταν σχετικό με αυτή τη δουλειά: «Μαντάμ Φραπεδούμπα! Διαβάζουμε τον καφέ και τα χαρτιά! Οδός Καταΐφι 15!»
«Φύγαμε!», είπε ο Πολύνικος και αποφασιστικά κατευθύνθηκε κατά το μέρος της μαντάμ  Φραπεδούμπας.
***
Ο Πολύνικος μπήκε μέσα στο μαντείο της μαντάμ Φραπεδούμπας. Μέσα ο χώρος, έδειχνε σαν κανονικό διαμέρισμα, μόνο που υπήρχαν πολλά μπρούτζινα μπρίκια, όλα παρατημένα στον νιπτήρα της κουζίνας. Φαίνεται υπήρχε πολύ κίνηση στο μαγαζί. Ή απλά η μαντάμ Φραπεδούμπα ήταν εθισμένη στον καφέ.
Η ίδια η μαντάμ καθόταν στον καναπέ των πελατών, ντυμένη και στολισμένη σαν τσιγγάνα. Ο Πολύνικος αρχικά νόμιζε ότι ήταν και αυτή πελάτης.
«Η μαντάμ Φραπεδούμπα πού βρίσκεται;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Έχει φύγει για μία δουλειά», απάντησε η μαντάμ Φραπεδούμπα. «Αλλά τί την θέλετε ακριβώς; Ξεμάτιασμα; Να σας ρίξει τα χαρτιά; Ή να σας πιεί τον καφέ;»
«Ξεμάτιασμα πρώτα», δήλωσε ο Πολύνικος. «Και μετά τον καφέ!»
Η μάνταμ Φραπεδούμπα κοίταξε τον Πολύνικο με την άκρη του ματιού της, και με ένα ημισατανικό χαμόγελο, μικροσκοπικοί κεραυνοί εκτοξεύτηκαν από τις κόρες των ματιών της και με στόχο τα μάτια του Πολύνικου.
Η συνέπεια αυτού ήταν ο Πολύνικος να νιώσει ένα γουργούρισμα στο στομάχι, και μετά να ρευτεί ξερά για κανά μισάλεπτο. Έπειτα το πρήξιμο του Πολύνικου πέρασε και ένιωσε καλά. Σκέφτηκε να πεί με συγχωρείτε, αλλά το ρέψιμο το θεώρησε αυθαιρεσία, επομένως του άρεσε και δεν ήθελε να αλλάξει γνώμη.
«Έτοιμος από το ξεμάτιασμα!», είπε η μαντάμ.
«Πώς, μα εσείς είστε η μαντάμ Φραπεδιά;»
«Φραπεδούμπα! Μαντάμ Φραπεδούμπα!!», διόρθωσε αυτή και κοίταξε τον Πολύνικο με τον ίδιο τρόπο με προηγουμένως.
Ο Πολύνικος άρχισε να ζαλίζεται και του ήρθε και πάλι ανακατασούρα. Όμως ευτυχώς, αυτή δεν κράτησε περισσότερο από μερικές στιγμές.
Αυτή ήταν η τακτική της μαντάμ Φραπεδούμπα για το ξεμάτιασμα. Είχε καταλάβει ότι το μάτι λειτουργούσε όπως και ο λόξυγκας. Μόνο με το ξάφνιασμα περνούσε ουσιαστικά. Αν ο Πολύνικος περίμενε ότι η ενέργειά της θα τον ξεμάτιαζε, τότε το γιατρικό αυτό δεν θα ήταν αποτελεσματικό.
Χωρίς να ρωτήσει γιατί η μαντάμ κράτησε την ταυτότητά της μυστική, ο Πολύνικος έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα: θεώρησε ότι και αυτή είχε στοιχεία αυθαιρετότητας, και έτσι ανέβηκε στην υπόληψή του.
«Φυσικά και εγώ είμαι!», συνέχισε η μαντάμ. «Και τώρα πάμε για το διάβασμα του καφέ!», είπε και κάθισε στον πάγκο της κουζίνας. «Έλα και κάτσε!»
Ο Πολύνικος έκατσε στην καρέκλα της κουζίνας, και έπειτα, η μαντάμ Φραπεδούμπα έδωσε στον Πολύνικο μία εφημερίδα «Kopi Luwak» να διαβάσει.
Διαβάζοντάς την και προσπερνώντας τα νομοθετικά και οικονομικά θέματα, ο Πολύνικος κατέληξε στο πρόγραμμα της εβδομάδας. Μετά την έβαλε στην άκρη.
«Ωραία», είπε η Μαντάμ. «Και τώρα για να δω τι λέει για σένα ο καφές!!»
Η Μαντάμ έπιασε την εφημερίδα και οράματα ήρθαν στο μυαλό της. «ΩΩΩΩωωωω!!», αναφώνησε και έπιασε με το χέρι της το χέρι της καρέκλας. «ΩΩΩΩΩΩ!!!»
«Τι συνέβη;;», ρώτησε ο Πολύνικος. «Τί βλέπεις;»
«Έχει αλλάξει!! Έχει αλλάξει!!», φώναξε η μαντάμ Φραπεδούμπα. «Δεν είναι πια ο ίδιος!»
«Ποιος;», συνέχισε να ρωτάει ο Πολύνικος. «Ποιος;;»
Προσπαθώντας να ηρεμήσει μετά το τέλος του οράματός της, η Μαντάμ Φραπεδούμπα είπε: «Συγνώμη, δεν μπόρεσα να δω τίποτα άλλο! Πρέπει όμως να είσαι προσεχτικός! Ένας κίνδυνος έρχεται και απειλεί!»
***
Ο Πολύνικος συγχισμένος επέστρεφε στο γραφείο του. Ήξερε ότι τα οράματα των μέντιουμ ήταν μεταφορικά και πολλές φορές δύσκολο να ερμηνευτούν. Ίσως και το όραμα να σήμαινε ότι ο ίδιος ο Πολύνικος είχε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιος κίνδυνος λοιπόν να ερχόταν από το παρελθόν του;
Τότε, είδε ότι η πόρτα του γραφείου του ήταν μισάνοιχτη. Όχι παραβιασμένη, αλλά σαν κάποιος να την είχε ανοίξει. Κάποιος, που θα μπορούσε να πείσει ένα κλειδαρά να ανοίξει μία πόρτα για την πάρτη του!
Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο επιφυλακτικά και έχοντας μαντέψει σωστά για το ποιός ήταν ο επίτεχνος διαρρήκτης, είδε καθισμένο στην καρέκλα και με τα πόδια πάνω στο γραφείο του, να κάθεται και να περιμένει ο παλιός του Δάσκαλος, ο Αρχίνικος!
Λεπτοκαμωμένος, με ένα μυτερό μουσάκι και τρεις κοτσίδες δεμένες πλεξούδες μέχρι τους ώμους, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου είχαν γίνει καστανόγκριζες, ο Αρχίνικος έδειχνε να είναι το ίδιο δραστήριος και οξυδερκής όσο και παλιά.
«Βερνίκιε!!», είπε στον Πολύνικο, τον οποίο έλεγε έτσι, όντας ο ίδιος αρχιτέκτων μηχανικός και λεξοπλάστης(Βερνίκιος από το αγγλικό Very και το όνομα Νίκος). Στον ελεύθερο χρόνο του, ζαχαροπλάστης. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του: «Ζαχαροτέκτων». Χαμογέλασε, και φάνηκε ο χρυσός του χαυλιόδοντας, τον οποίο φυσιολογικό είχε χάσει στο παρελθόν.  Όχι από καυγά όμως όπως φυσικά θα νομίζατε, αλλά από ουλίτιδα.
«Δάσκαλε Αρχίνικε!», φώναξε ο Πολύνικος. «Τι κάνεις εδώ;;»
«Εσύ τι κάνεις;», ρώτησε ο Αρχίνικος χωρίς χαμόγελο και  η λάμψη του χρυσού του δοντιού εξαφανίστηκε.
Στον Πολύνικο φάνηκε περίεργος ο τόνος του Αρχίνικου, έμοιαζε να μην τον ρωτάει αν είναι καλά, αλλά να τον κρίνει για κάτι. «Μια χαρά είμαι», είπε τελικά. «Εφαρμόζω αυτά που μου έμαθες, προσπαθώ να είμαι όσο περισσότερο αυθαίρετος γίνεται στην ζωή μου!»
«Αλήθεια;», ρώτησε ο Αρχίνικος και ξαναγύρισε το χαμόγελο και η λάμψη του δοντιού του. «Καιρός λοιπόν να συνεργαστούμε και πάλι μαζί!!»
«Έχεις δουλειά για μένα;», ρώτησε ο Πολύνικος ενθουσιασμένος. «Πολύ ωραία!!»
«Ναι, Βερνίκιε!», είπε ο Αρχίνικος. «Καιρός να βγάλουμε μία άδεια και πάλι μαζί!!»
***
Ο Λύσσανδρος Κυνόδοντας συνέχιζε την δουλειά του εκείνη τη μέρα σαν σερβιτόρος.  Σίγουρα δεν μπορούσε να ξεχάσει την άξεστη συμπεριφορά εκείνου του . . . τετράποδου!
Φοιτητής κτηνιατρικής, αναγκαζόταν να εργάζεται στην καφετέρια την γειτονική του Πανεπιστημίου της Ακρόπολης, και να σπουδάζει ταυτόχρονα. Τα λεφτά ήταν λίγα, τα μαθήματα πολλά και οι κώλοι είχαν σφίξει κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Τί ζώον που ήταν εκείνος ο πελάτης!», σκέφτηκε ο Λύσσανδρος. Έπειτα όμως, όπως ο ίδιος πάντοτε σκεφτόταν, είχε την τάση να προσελκύει κοντά του άτομα που του θύμιζαν ζώα. «Αν τον είχα μπροστά μου τώρα θα του πέταγα τον δίσκο στο κεφάλι!»
Και στο βάθος, φάνηκε ένας άνθρωπος που θύμιζε αντρική έκδοση της Μπάρμπι μεγενθυμένη και με τις κοτσίδες να μην τις έχει πιάσει ακόμη ο μπαρμπέρης. Δίπλα του, μία γνώριμη φυσιογνωμία.
«Ο άξεστος!!», φώναξε ο Λύσσανδρος και την ίδια στιγμή παράτησε την παραγγελία του στην άκρη, έπιασε έναν από τους δίσκους, και μετατράπηκε σε αρχαίο έλληνα δισκοβόλο. Γύριζε σαν σίφουνας γύρω από τον εαυτό του, για να ρίξει τον δίσκο πάνω στο κεφάλι του «άξεστου».
Τότε, απότομα, στα πόδια του μεγάλωσαν τρίχες παχιές και μακριές, και έβγαλε ουρά. Ο Λύσσανδρος κυριολεκτικά έμπλεξε τα μπούτια του και έπεσε στο έδαφος.
Ο Αρχίνικος και ο Πολύνικος έπιασαν κουβέντα με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος τους υποδέχτηκε θερμά και καθίσαν σε ένα από τα τραπέζια για να τα πούν και να τα πιούν.
Μόλις ο ιδιοκτήτης είδε τον πεσμένο Λύσσανδρο, του είπε: «Λύσσανδρε, τί κάνεις εκεί; Έλα να πάρεις παραγγελία στους κυρίους!!»
Ξεμπλέκοντας τα πόδια του και καθώς η ουρά του εξαφανιζόταν, ο Λύσσανδρος σηκώθηκε από το έδαφος αναρωτόμενος πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει σε αυτόν κάτι τέτοιο. «Πάλι μου συνέβηκε αυτό το πράγμα!», σκέφτηκε. «Πρέπει να πάω σε κανά γιατρό!»
Τότε, ο ίδιος είπε στον εαυτό του: «Μα αφού είμαι ο ίδιος γιατρός!»
«Όχι, εγώ είμαι κτηνίατρος!», διόρθωσε τον εαυτό του. «Θές να πείς ότι είμαι και εγώ ζώον;»
«Όχι, δεν είσαι!», κατέληξε και προχώρησε προς το τραπέζι που είχαν κάτσει οι καλεσμένοι, παίρνοντας παραγγελία. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα επηρεαζόταν άλλο από αυτά που θα άκουγε.
«Εμένα ένα χαμομήλι!», είπε ο ιδιοκτήτης.
«Εμένα μία πάτσο – πάστα!!», είπε ο Αρχίνικος.
«Μα τί είναι αυτό;», ρώτησε ο Λύσσανδρος.
«Είναι μία πάστα που θα με παχύνει λιγάκι!», γέλασε ο Αρχίνικος. «Θα μου κάνει πατσάδες! Παραείμαι αδύνατος!»
«Πολύ ωραία», είπε ο Λύσσανδρος. «Και εσείς;», ρώτησε αδιάφορα τον Πολύνικο.
«Μία πορτοκαλάδα με μυζήθρα!», είπε ο Πολύνικος και του έφυγε άθελά του μία κοφτή ρεψιά καθώς μιλούσε.
«Ε, δεν έχουμε κάτι τέτ...», πήγε να πει ο Λύσσανδρος αλλά τον διέκοψε ο ιδιοκτήτης:
«Φυσικά και έχουμε! Ο Λύσσανδρος ξέρει πώς να την φτιάχνει!»
«Μα δεν...»
«Έλα, θα σου θυμίσει ο Κωστής μέσα, πήγαινε!», είπε ο Καπρίτσιο Γατόπαρδος, ο ιδιοκτήτης, και έπειτα συνέχισε να μιλάει με τους δύο καλεσμένους. «Άρα για να κάνω την επέκταση που θέλω πρέπει να. . .»
Ο Λύσσανδρος πήγε μέσα για να βρει τον Κωστή τον μπάρμαν, ο οποίος από γενετική πάθηση, είχε μία μύτη τεράστια. Ελεφαντίαση ίσως, αλλά όχι μύτη ελέφαντα. «Έϊ, Κωστή, φτιάξε μου ένα χαμομήλι, φέρε μία πάστα με πολλά λιπαρά και φτιάξε και μία πορτοκαλάδα!»
Αφότου έφτιαξε το χαμομήλι και ετοίμασε και την πάστα, ο Κωστής πήρε ένα πορτοκάλι και κόβοντάς το  στη μέση με μία καρατιά, πήρε τα δύο μισά και τα έβαλε στα τεράστια ρουθούνια του. Έπειτα τοποθέτησε ένα ποτήρι στον πάγκο και  σφίγγοντας τα ρουθούνια του, ο χυμός του πορτοκαλιού ξεχύθηκε σαν ένας καταρράκτης Νιαγάρα σε μικρογραφία, με όλα τα πνεύματα των ινδιάνων Τσερόκι να κατουρούν μαζί για να εκδικηθούν τα χλωμά πρόσωπα. «Ούγκ!»
Ο Λύσσανδρος άρπαξε και ένα κομμάτι μυζήθρα, και αναρωτήθηκε αν θα πήγαινε χωριστά από την πορτοκαλάδα, σε πιατάκι.
«Ο Λύσσανδρος ξέρει πώς να την φτιάχνει!», θυμήθηκε τα λόγια του Καπρίτσιο και έτσι, έριξε την μυζήθρα στο ποτήρι και την ανακάτεψε με το καλαμάκι. Έβαλε και δύο κουταλιές αλάτι αντί για ζάχαρη, τοποθέτησε το ποτήρι πάνω στο δίσκο και όδευσε προς δυσμάς.
Η αλήθεια ήταν πως η εμφάνιση αυτών των κυρίων του είχε τραβήξει την περιέργεια κάπως, και ήθελε να ακούσει τί έλεγαν. Καθώς έβαζε τα πράγματα πάνω στον δίσκο, άκουσε τον διάλογο του Καπρίτσιο με τους δύο πελάτες.
«Τελικά δεν μου είπατε, γίνεται αυτό που ζητάω;», ρώτησε ο Καπρίτσιο.
«Ναι, γίνεται», είπε ο Αρχίνικος. «Ο Πολύνικος μπορεί να το βγάλει εις πέρας. Όμως θα έχουμε αρκετά εμπόδια στην πορεία».
«Τί εμπόδια;», ρώτησε ο Καπρίτσιο. «Εγώ νόμιζα ότι εσείς είσαστε εξπέρ στο να βρίσκετε τα παραθυράκια του νόμου.»
«Τώρα η νομοθεσία είναι πιο αυστηρή», είπε ο Αρχίνικος και κοίταξε τον Πολύνικο. «Όμως με τον Βερνίκιο ξέρουμε τί θα κάνουμε!»
«Μάλιστα δάσκαλε!», απάντησε ο Πολύνικος με μία στριγκή φωνή συγκατάθεσης και ταυτόχρονης απορίας.
Τότε το μάτι του Λύσσανδρου έπεσε σε ένα ζευγάρι που ήθελε να πληρώσει, πήγε και τους έκανε λογαριασμό. Έδωσαν αρκετά καλύτερο μπουρμπουάρ από τον Πολύνικο.
«Το ζευγάρι έδωσε πιο γενναιόδωρο μπουρμπουάρρρ», σκέφτηκε ο Λύσσανδρος, γελώντας για την συμπεριφορά του Πολύνικου πριν. «Τελικά αυτός ο άνθρωπος πρέπει να έχει κάποιο πρόβλημα. . .»
Και στο βάθος, ο Πολύνικος έπινε την πορτοκαλάδα με την μυζήθρα του, χωρίς να γνωρίζει τί θα γινόταν με την υπόθεση που θα αναλάμβανε.
***
Ο Πολύνικος και ο Αρχίνικος είχαν επιστρέψει από την καφετέρια στο ραφείο, με τον Πολύνικο να έχει πάει στην τουαλέτα και να ξερνάει την πορτοκαλο – μυζήθρα. Έπειτα από λίγο, ο Πολύνικος βγήκε από την τουαλέτα ξαλαφρωμένος.
«Λοιπόν, Βερνίκιε», είπε ο Αρχίνικος. «Κατάλαβες τί θα κάνουμε; Ο Καπρίτσιο θέλει να νομιμοποιήσει την απίστευτα αυθαίρετη καφετέριά του, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να κάνει τις επεκτάσεις που θέλει!!!»
«Ναι, κατάλαβα!», είπε ο Πολύνικος. «Όμως αυτό που δεν καταλαβαίνω, είναι γιατί διάλεξες εμένα. Θέλω να πω, ο Καπρίτσιο θέλει να κάνει κάτι νόμιμο. Εγώ δεν ασχολούμαι με νόμιμες δουλειές. Εγώ δημιουργώ τα αυθαίρετα, δεν τα νομιμοποιώ».
«Είναι καιρός λοιπόν να προχωρήσουμε τη διδασκαλία σου», είπε ο Αρχίνικος και του έφυγε ένας κοφτός λόξυγκας. «Πρέπει να μάθεις να κάνεις και το ανάποδο από αυτό που ήδη ξέρεις να κάνεις. Μπορεί να σε δίδαξα τη σκοτεινή πλευρά του μηχανικού, όμως μόνο αν μάθεις και την φωτεινή πλευρά, θα μπορέσεις να γίνεις ολοκληρωμένος πολιτικός μηχανικός».
«Και ποια είναι η φωτεινή πλευρά του μηχανικού;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Αυτό θα το μάθεις στην πορεία!», είπε ο Αρχίνικος. «Αν είσαι άξιος να το μάθεις!»
«Ωραία λοιπόν», είπε ο Πολύνικος. «Με τί ξεκινάει μία νομιμοποίηση;»
«Ξεκινάει με τον πελάτη που έρχεται και σου λέει ότι θέλει νομιμοποίηση».
«Και μετά και μετά;»
«Θα μετρήσουμε την οικοδομή την αυθαίρετη, και θα την συγκρίνουμε με την νόμιμη εκδοχή της».
«Κάτι σαν: βρείτε τις διαφορές;»
«Ναι, κάτι τέτοιο», είπε ο Αρχίνικος. «Και στα κομμάτια που είναι διαφορετικά από τα προβλεπόμενα, μπαίνει πρόστιμο».
«Άουτς, αυτό τσούζει!»
«Αν τσούζει λέει…», είπε ο Αρχίνικος. «Όμως…», συνέχισε και σηκώνοντας το δάχτυλό του ψηλά, ο χώρος γύρω του φωτίστηκε, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να ανεμίζουν από μόνες τους οι πλεξούδες:
«Το κράτος έχει μία φωτεινή εικόνα των κτηρίων της χώρας, μία ιδεατή, αγγελική και ανώτερη εικόνα. Αυτή είναι η νόμιμη εικόνα».
Ο Αρχίνικος συνέχισε: «Όμως, αυτή η εικόνα δεν ακολουθείται επειδή κάποιοι φτιάχνουν τις οικοδομές τους όπως θέλουν!»
«Για εμάς μιλάς;», διέκοψε ο Πολύνικος.
Το φως γύρω από τον Αρχίνικο σταμάτησε να λάμπει, και ο Αρχίνικος με φωνή νταλικιέρη είπε: «Όχι, για εσένα μιλάω!!»
«Και εσύ κάνεις αυθαιρεσίες δασκαλάκο!!»
«Εγώ γνωρίζω και τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εσύ γνωρίζεις μόνο την κεφαλή! Για αυτό και κάνεις μόνο του κεφαλιού σου και έχεις φτάσει στο σημείο που έχεις φτάσει!»
«Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι για τους άλλους;», ρώτησε έπειτα ο Αρχίνικος τον Πολύνικο.
«Τι ακριβώς είναι αυτό;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Θα μάθεις σύντομα!», γέλασε ο Αρχίνικος και έπειτα ξανασήκωσε το δάχτυλο και φωτίστηκε η σκηνή με τις τρελοκοτσίδες να ανεμίζουν θεϊκά πάνω κάτω: «Όπως έλεγα λοιπόν, πολλά από τα κτήρια είναι μεταλλαγμένα, mutilated. Εμείς ερχόμαστε για να τα συγχωρέσουμε και να τα αποδεχτούμε όπως είναι!»
«Για αυτό μπαίνει το πρόστιμο;»
Πάλι ο φωτισμός έπεσε: «Το πρόστιμο είναι για τους ιδιοκτήτες, όχι για τα κτήρια! Οι ιδιοκτήτες είναι αυτοί που φταίνε, όχι τα καημένα τα κτηριάκια που τα έκαναν έτσι στρεβλά!!»
«Εντάξει, το κατάλαβα!! Όμως έχω μία απορία!»
«Τι τέκνον;;»
«Για ποιο λόγο δεν τα γκρεμίζουμε τα αυθαίρετα να τελειώνουμε;»
«Ποιός θα έκανε τέτοια γενοκτονία πέρα από τον χρόνο;»
***
«Εντάξει λοιπόν;», είπε ο Αρχίνικος στον Πολύνικο καθώς έφευγε. «Θα περιμένω να τελειώσεις με το τοπογραφικό για να πάμε στο επόμενο βήμα!!»
«Εντάξει Δάσκαλε!», απάντησε ο Πολύνικος. «Θα τελειώσω με το τοπογραφικό στο άψε – σβήσε!! Απόψε ξεκινάω!!»
Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Αρχίνικος, ο Πολύνικος είπε να ξεκινήσει. «Ας πάω στην καφετέρια για να πιάσω δουλειά!»
Παίρνοντας τα σύνεργά του, θεοδόλιχους και χωροβάτες, το κίτρινο κράνος του και το κίτρινο ηλεκτρί προστατευτικό τζάκετ του, ο Πολύνικος όδευσε προς την καφετέρια.
Με το που έφτασε στην καφετέρια, είδε τον καθισμένο στην καφετέρεια κόσμο που απολάμβανε κάποιες στιγμές ηρεμίας από την καθημερινότητά του και αναρωτήθηκε: «Θα μπορέσω να κάνω την δουλειά μου με όλο αυτό το πόπολο να με ενοχλεί;»
«Ας ρωτήσω τον ιδιοκτήτη αν μπορεί να με βοηθήσει στις μετρήσεις του οικοπέδου!»     
«Εγώ δεν μπορώ αυτή τη στιγμή», απάντησε ο Καπρίτσιο που εκείνη τη στιγμή μασούλαγε ξηρούς καρπούς, «όμως ο Λύσσανδρος μπορεί!»
Ο Καπρίτσιο πήγε στον Λύσσανδρο Κυνόδοντα ο οποίος εκείνη την ώρα σέρβιρε.
Από μακριά, ο Πολύνικος τους άκουσε να μιλάνε:
«Και να αφήσω την περιοχή μου;», είπε ο Λύσσανδρος μισοαγριεμένος. «Εγώ θέλω να εξυπηρετώ τον κόσμο, όχι να μετρήσω το οικόπεδό σου!»
«Δουλεύεις για μένα», είπε ο Καπρίτσιο Γατόπαρδος και έφτυσε ένα κουκούτσι καρυδιού στα μούτρα του Λύσσανδρου, «και εγώ καθορίζω την περιοχή σου! Και αυτή τη στιγμή η περιοχή σου, είναι όλο το οικόπεδό μου!»
Καθάριζοντας το καρυδότσουφλο από τα μούτρα του και παραδίδοντας τα όπλα, ο Λύσσανδρος πήγε προς τον Πολύνικο και τον ρώτησε: «Λοιπόν, τί θα κάνω;»
Ο Πολύνικος έδωσε στον Λύσσανδρο το ραβδί του χωροβάτη, και ο ίδιος με τον χωροβάτη, άρχισαν να μετρούν τα υψόμετρα του οικοπέδου.
Μέτρησαν εξωτερικά τα δύο πρώτα σημεία, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τότε, μεταξύ δεύτερου και τρίτου σημείου, υπήρχε ένα τραπέζι με μία παρέα με νέους φοιτητές.
Ο Πολύνικος στόχευσε με το χωροβάτη προς την μεριά του Λύσσανδρου, όμως μόνο το κεφάλια των φοιτητών φαίνονταν. Είχε πάρει τη δουλειά του πολύ στα σοβαρά, και πίστευε ότι δεν υπήρχε τίποτε το περίεργο ή αστείο με αυτό που έκανε.
Τότε, στα χείλια ενός από τους φοιτητές, φάνηκε αυτό που θα έλεγε κανείς ότι ήταν η αρχή ενός πολύ απαλού μειδιάματος.
Τα μάτια του Πολύνικου άνοιξαν απότομα, σχεδόν σοκαρισμένος και είπε: «Ώστε έτσι γελάτε, έ;;». Έπειτα γέλασε χαιρέκακα και πατώντας ένα κουμπί στον χωροβάτη, βγήκε ένα μικροσκοπικό πιστόλι. Ο Πολύνικος άρχισε να πυροβολεί αμπούλες βρώμας προς την παρέα των φοιτητών.
Οι αμπούλες έπεσαν πάνω στους φοιτητές, οι οποίοι προτού καταλάβουν τί συνέβαινε είχαν υποστεί επίθεση βρώμας χειρότερη και από ασβό. Σήμαναν πανικόβλητοι υποχώρηση.
«Χέχεχε!», γέλασε ο Πολύνικος. «Ποιός γελάει τώ..»
Τον διέκοψε ο Καπρίτσιο, ο οποίος ερχόταν τρέχοντας: «Έϊ, τί κάνετε, θα μου διώξετε την πελατεία εσείς!!»
«Ναι, μπορεί...», είπε ο Πολύνικος και φωτίστηκε ο χώρος γύρω του, «... αλλά το αυθαίρετο θα γίνει νόμιμο και θα σωθεί!!»
«Λοιπόν!!», είπε αγανακτισμένος ο Καπρίτσιο. «Δεν λέω, να μου φτιάξετε το αυθαίρετο, όμως όταν λείπει ο κόσμος!!»    
«Και πότε λείπει ο κόσμος;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Από τις 2 τα χαράματα μέχρι τις 8 το πρωϊ».
«Και πώς θα μετρήσω το οικόπεδο το βράδυ, χωρίς βοηθό;»
Ο Καπρίτσιο κοίταξε τον Λύσσανδρο και δείχνοντας προς τη μεριά του είπε: «Μη σε νοιάζει, σήμερα ο Λύσσανδρος θα κάνει υπερωρίες!!»
Στο βάθος ο Λύσσανδρος κοιτούσε τον Πολύνικο και τον Καπρίτσιο και μόλις είδε την χειρονομία του Καπρίτσιο, κατάλαβε πολύ καλά τί σήμαινε αυτό.
***
Η ώρα πήγε 3 τα ξημερώματα και ο Πολύνικος επέστρεψε στην καφετέρια. Ήταν σκοτάδι, μιας και τα φώτα του δρόμου ήταν μακριά από την καφετέρια και σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό.
Όμως, ο Πολύνικος είχε φέρει μαζί του γυαλιά νυχτερινής  ενόρασης. Ήδη τα φορούσε και έμοιαζε με πιλότο αεροπλάνου ιπτάμενου τσίρκου. Τα γυαλιά έκρυβαν κιόλας και την νύστα και την βαρεμάρα του. «Ακούς εκεί τις 3 τα χαράματα! Όλο Καπρίτσιο ο τύπος!»
Από την άλλη, εκεί στην είσοδο του μαγαζιού, ο Λύσσανδρος έδειχνε να βρίσκεται σε εγρήγορση, καθισμένος, κοιτώντας το ημίφως γύρω του και ξύνοντας το κεφάλι του με την σαγιονάρα του, την οποία φορούσε στο πόδι του.
«Συνεχίζουμε;», ρώτησε ο Πολύνικος τον Λύσσανδρο.
Ο Λύσσανδρος έγνεψε καταφατικά και οι δύο συνεργάτες συνέχισαν την δουλειά. Η καταγραφή των συντεταγμένων του οικοπέδου, καθώς και των υψομέτρων συνεχίστηκε χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο να συμβεί. Τότε, ο Πολύνικος έσπασε την σιωπή:
«Έχεις πολύ περίεργο εργοδότη πάντως», είπε. «Τουλάχιστον σε πληρώνει για την αγγαρεία που του κάνεις;»
«Όχι», απάντησε ο Λύσσανδρος, «αλλά δεν θα μείνω για πάντα στην καφετέριά του». Μία λάμψη φάνηκε στα μάτια του: «Εγώ θα γίνω κτηνίατρος!! Θα ασχολούμαι με ζώα!! Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος!»
«Α, για αυτό επέλεξες τέτοιο αφεντικό», μουρμούρισε ο Πολύνικος. «Και εγώ που νόμιζα ότι είσαι εντελώς για τα σμπάρα». «Ωραία, συνεχίζουμε!», συνέχισε με κανονική χροιά φωνής.
Συνέχισαν τις μετρήσεις, ώσπου έφτασαν σε ένα σημείο όπου έπρεπε να σκαρφαλώσουν μία μάντρα. Ο Πολύνικος ανέβηκε πρώτος, και τότε ήρθε η σειρά του Λύσσανδρου.
Ο Λύσσανδρος είπε στον Πολύνικο: «Μπορείς να μου κρατήσεις λίγο αυτό;», εννοώντας το ραβδί του χωροβάτη.
Τότε, όπως και το μεσημέρι, ατμοί βγήκαν από τα ρουθούνια του Πολύνικου. «Πάλι μου ζητάνε! Τώρα θα του δείξω!», σκέφτηκε. «Εντάξει, φέρε μου το ραβδί φιλαράκο!»
Προτείνοντας την άκρη του ραβδιού προς τον Πολύνικο και χωρίς να το αφήνει, ο Λύσσανδρος είπε: «Κράτα το, θα χρησιμοποιήσω το ραβδί για στήριγμα!»
Καθώς ο Πολύνικος άρπαξε το ραβδί από την άκρη και καθώς ο Λύσσανδρος ανέβαινε την μάντρα, λίγο προτού φτάσει προς το τέλος της αναρρίχησής του, το ραβδί γλίστρησε από τα χέρια του Πολύνικου. Το αποτέλεσμα ήταν ο Λύσσανδρος να σωριαστεί στο έδαφος σαν καρπούζι.
Ο Πολύνικος άρχισε να γελάει: «Άχαχα!! Πώπωπωπω! Τί πέσιμο ήταν αυτό;;». Σκέφτηκε: «Ας μην μου ζήταγε, χίχιχι!!»
Μην καταλαβαίνοντας τον λόγο που γελούσε ο Πολύνικος, του Λύσσανδρου του φάνηκε και του ίδιου αστείο. Άρχισε και αυτός να γελάει τρελά και υστερικά. Κάποια στιγμή ο Πολύνικος σταμάτησε να γελάει, όχι όμως και ο Λύσσανδρος.
Έχοντας καταληφθεί από ένα είδος φρενίτιδας, ο Λύσσανδρος γελούσε ασταμάτητα, σαν κάποια παρόρμηση πέρα από αυτόν να τον οδηγούσε να το κάνει αυτό. «Μα τί μου συμβαίνει;;», σκέφτηκε και ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό του και σε όλο του το κορμί.
Ο Πολύνικος δεν κατάλαβε το πρόβλημα, παρά θεώρησε το γέλιο του Λύσσανδρου σαν αυθαιρεσία στους κοινωνικούς κανόνες, και έτσι σταμάτησε να τον θεωρεί και τόσο για τα σμπάρα.
Τότε, στα χέρια του Λύσσανδρου και στα πόδια του, άρχισε να φυτρώνει αφύσικη τριχοφυϊα. Η ουρά που πήγε να βγει προηγουμένως και την συγκράτησε, πετάχτηκε προς τα έξω βίαια. Μυς άρχισαν να διογκώνονται, ένα πρόσωπο αλλιωμένο και πεταγμένο έξω με μυτερά δόντια.
Σε μία ύστατη προσπάθεια να καταλάβει τί συνέβαινε, ο Λύσσανδρος κοίταξε προς τον ουρανό, και πήρε την απάντησή του: «Το φεγγάρι! Έχει πανσέληνο!! Όχιιιι!!»
Η μεταμόρφωση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, και ο Πολύνικος πια δεν θεωρούσε ότι ο Λύσσανδρος το έκανε για πλάκα. «Όχχχχ, μα αυτός είναι λυκάνθρωπος;;; Και τώρα;;»
Περπατώντας στα τέσσερα, λίγο προτού χάσει τελείως την λογική του, ο Λύσσανδρος φώναξε: «Βοήθησέ με!! Πρέπει να με σταματήσεις!!» Τότε, το κτήνος πήδησε πάνω από την μάντρα, και άρχισε να κατευθύνεται προς ένα από τα γειτονικά οικόπεδα, εκεί που βρισκόταν ένας στάβλος με γίδια.
«Όχχχχ, θα τα φάει όλααα!!», σκέφτηκε έντρομος ο Πολύνικος. «Τα κακόμοιρα τα γίδια! Κάτι πρέπει να κάνω για αυτό!»
Οπλίζοντας τον χωροβάτη με αμπούλες βρώμας, ο Πολύνικος ένιωσε αποφασισμένος να βοηθήσει. «Οι λύκοι έχουν δυνατή όσφρηση», σκέφτηκε. «Με τις αμπούλες θα τον βγάλω εκτός μάχης!»
Τότε, ενοχλητική σαν σφηνομένη  στο δάχτυλο σκλήθρα, η εικόνα του Λύσσανδρου να του ζητάει ξαναήρθε: «Βοήθεια!!!»
«Άϊ και στο διάολο!», σκέφτηκε ο Πολύνικος και μουλάρωσε στην θέση του. «Σιγά μη κάνω αυτό που μου ζήτησε! Εγώ ένα τοπογραφικό ήρθα να κάνω!»
«Μπεεεεεέ!», ακούστηκε η πρώτη γιδούλα που άρχισε να κατασπαράζει ζωντανή ο Λύσσανδρος, ή ό,τι πράγμα ήταν αυτό το τέρας!!
«Οχχ – οχχχ!», είπε ο Πολύνικος, «πάει η γιδούλα! Πέθανε εξαιτίας μου!»
«Μπεεε-μπεεεέ.....», και η δεύτερη γίδα ψόφησε και έγινε τροφή για τον Λύσσανδρο.
«Αρκετά!!!», φώναξε ο Πολύνικος και αρπάζοντας τον χωροβάτη, ξεκίνησε το κυνήγι. Το ποιός ήταν όμως ο κυνηγός και ποιός το θήραμα ήταν κάπως αδιευκρίνιστο.
Στο βάθος του οικοπέδου του γείτονα, ήταν πίσσα το σκοτάδι, όμως ξέρετε εσείς, γυαλιά νυχτερινής ενόρασης.
Ο Λύσσανδρος μασούλαγε και την τρίτη γίδα. Επικρατούσε σιγή, καθώς και οι υπόλοιπες είχαν αποδεχτεί ότι θα πέθαιναν.
Εκτοξεύοντας τις αμπούλες βρώμας προς τη μεριά του Λύσσανδρου, ο Πολύνικος ήλπιζε πως η έντονη όσφρηση του λυκανθρώπου θα πάθαινε υπερφόρτιση από την υπερβολική συγκέντρωση βρώμας, βγάζοντας αυτό με την σειρά του τον αντίπαλό του νοκ – άουτ.
Το σχέδιό του δεν έπιασε. Καταλαβαίνοντάς τον εγκαίρως, ο λυκάνθρωπος πήδηξε μακριά και απόφυγε την πεδίο βεληνεκούς της βρώμας. Τότε, άρχισε να τρέχει προς την μεριά του. Με ένα μεγάλο σάλτο, πήδηξε πάνω στον Πολύνικο, έτοιμος να τον καταβροχθίσει ζωντανό.
«Αμάν, αυτός θα με φάει!!», σκέφτηκε, «Και τώρα;;»
Τότε, η εικόνα του Λύσσανδρου να παίρνει παραγγελίες ήρθε στο μυαλό του Πολύνικου. «Πελάτης δεξιά!!», φώναξε ο Πολύνικος, ελπίζοντας ότι ο Λύσσανδρος θα γύριζε το κεφάλι από την δική του μεριά δεξιά, και ο Πολύνικος θα του έφερνε τον χωροβάτη καρπαζιά.
Ο Λύσσανδρος κοίταξε από την δεξιά μεριά, όμως δεξιά  για τον Πολύνικο. Αλλά δεν  πειράζει, μην ανησυχείτε, και πάλι έπιασε: ο Λύσσανδρος Κυνόδοντας έφαγε τον χωροβάτη στα μούτρα και έπεσε ξερός.
«Επιτέλους σε νίκησα θηρίο», είπε ο Πολύνικος  και στάθηκε από πάνω του νικητής.
Καθώς ο Λύσσανδρος μεταμορφωνόνταν και πάλι στον παλιό του εαυτό, ο Πολύνικος τον κουβάλησε μακριά από το οικόπεδο, και τον πήγε σε ένα υπόστεγο, όπου η λάμψη του φεγγαριού δεν θα τον άγγιζε.
«Γιατί νιώθω λιγωμένος;», είπε ο Λύσσανδρος που συνήλθε έπειτα από λίγο.
«Είναι από το φαγοπότι», είπε ο Πολύνικος.
«Έφαγα ανθρώπους;»
«Όχι, γίδια! Για φάγωμα είναι η μοίρα τους, εσύ τα έφαγες όμως πριν την ώρα τους...»
«Σε ευχαριστώ που με βοήθησες!»
«Τις γιδούλες λυπήθηκα, όχι εσένα!», είπε ο Πολύνικος που πίστεψε ότι με αυτό το σκεπτικό γινόταν και πάλι αυθαίρετος. Όμως καταβάθος, ευχαριστήθηκε που τον βοήθησε. «Μα τί μου συμβαίνει;», αναρωτήθηκε. «Πρέπει να είναι από την πορτοκαλομυζίθρα πριν...»
«Θα το εξετάσω αυτό αργότερα», μονολόγησε ο Πολύνικος και έπειτα είπε στον Λύσσανδρο: «Ας ξεχάσουμε το συμβάν για απόψε και ας πάμε στα σπίτια μας...»
«Και το τοπογραφικό - γουάφ;», ξέφυγε του Λύσσανδρου ένα γαβγισματάκι.
Ο Πολύνικος έβγαλε τα γυαλιά νυχτερινής όρασης και τα μάτια του έλαμψαν στο ημίφως: «Οι υπόλοιπες συντεταγμένες είναι εδώ!», είπε και με το δάχτυλό του έδειξε το κεφάλι του.
«Μπορείς και τα υπολογίζεις όλα με το μάτι;;», ρώτησε ο Λύσσανδρος.
«Όχι, τα κατεβάζω από την κούτρα μου!!!»
***
Χαράματα, και ο Πολύνικος μόλις τελείωνε με το τοπογραφικό διάγραμμα, με το φανταστικό τοπογραφικό διάγραμμα, με συγχωρείτε.
«Δεν χάνω ποτέ ευκαιρία να είμαι αυθαίρετος! Χιχιχι!», γέλασε πονηρά ο Πολύνικος.
Το γέλιο του έκοψε μία φωνή δυνάτη: «Βερνίκιε!!»
«Ε, Αρχίνικε;;», ρώτησε ο Πολύνικος και μπροστά του φαινόταν ο  εκκεντρικός δάσκαλός του και πάλι.
«Βλέπω δουλεύεις σκληρά Βερνίκιε!», είπε ενθαρρυντικά ο Αρχίνικος. «Τελειώνεις με το τοπογραφικό;»
«Ναι, τώρα θα το εκτυπώσω!»
«Ναι, βάλε το στο οδύσσειο να το δούμε!(Οδύσσειο έλεγε ο Αρχίνικος αυτό που στην ελληνική λέμε τον εκτυπωτή - πολυμηχάνημα, γιατί όπως ξέρετε, ο Οδυσσέας ήταν πολυμήχανος)».
«Χμμμ . . . χμμμ», έκανε ο Αρχίνικος, «καλή φαίνεται η δουλειά σου!»
«Ναι», απάντησε ο Πολύνικος. «Όμως...»
«Όμως τί;»
«Σε μερικά σημεία οι συντεταγμένες είναι στο περίπου! Φαντάζομαι δεν πειρ . . .»
«Πειράζει, μιας και είναι σημαντικό να γίνουν όλα με ακρίβεια!!», είπε αυστηρότατα ο Αρχίνικος. «Δεν πάνε αυθαιρεσίες εδώ είπαμε!! Θα τα διορθώσουμε και οι συντεταγμένες θα γίνουν όμοιες με αυτές του GPS. Αλλά μέχρι τότε...»
«Μέχρι τότε τί;;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Μέχρι τότε με ενδιαφέρει να μάθω τί οδήγησε στο να γίνουν οι συντεγμένες στο περίπου», είπε ο Αρχίνικος και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του, ενώ ταυτόχρονα το χρυσό του δόντι, φαινόταν στο βάθος του χείλους του, σαν κρυμμένο γαιταγάνι έτοιμο να ξεθηκαρωθεί και να καρφώσει.
«Ε, είχαμε θύματα...»
«Τί θύματα;;», ρώτησε ο Αρχίνικος με τόνο ανακριτικό. «Ομολόγησε!!»
«Όχι, δεν θέλω να πώ!!», αντιστάθηκε ο Πολύνικος. «Τί αυθαίρετος θα είμαι αν πώ ότι ο Λύσσανδρος είναι λυκάνθρωπος!! Οχχχ, το είπα!!»
Παραιτούμενος, ο Πολύνικος είπε: «Εντάξει, θα πώ τί έγινε!» και εξιστορήθηκε το συμβάν με τον λυκάνθρωπο – Λύσσανδρο.
«Έμαθες τίποτα από αυτή την ιστορία;;»      
Ο Πολύνικος το σκέφτηκε αρκετά. «Όχι», απάντησε έπειτα ξερά.
Γελώντας δυνατά, ο Αρχίνικος είπε: «Χάχαχα!! Δεν πειράζει! Μπορεί να μάθεις κάτι όταν πάμε να μετρήσουμε τον εσωτερικό χώρο της καφετέριας!»
«Όταν μετρήσουμε;;»
«Ναι, αυτή τη φορά θα έρθω και εγώ μαζί Βερνίκιε! Οι αμπούλες βρώμας μέσα σε εσωτερικό χώρο θα ήταν καταστροφή!!»
***
Οι δύο μηχανικοί έφτασαν στην καφετέρια, και πρώτα – πρώτα, δουλεύοντας εξωτερικά, τελείωσαν με τις μετρήσεις των υψομέτρων.
Τότε βρέθηκαν μπροστά στην είσοδο της καφετέριας και για πρώτη φορά, ο Πολύνικος παρατήρησε την εξωτερική εικόνα της οικοδομής, όμορφα διακοσμημένη και βαμμένη με έντονα χρώματα. Σύγχρονο ντεκόρ, και περιποιημένη.  «Ωραίο κτήριο».
Μέσα στην καφετέρια, υπήρχε κόσμος, όμως με την εποπτεία του Αρχίνικου, ο Καπρίτσιο δέχτηκε να συνεχίσουν τις δουλειές της νομιμοποίησης.
«Τί να κάνει άραγε ο Λύσσανδρος;», αναρωτήθηκε ο Πολύνικος. Πρωτού προλάβει να τελειώσει την ερώτησή του, πήρε την απάντηση:
Ο Λύσσανδρος έπαιρνε παραγγελίες από μία κυρία που μόλις είχε κάτσει στο τραπέζι. Τα μάτια του Λύσσανδρου τότε συνάντησαν του Πολύνικου, με ένα τρόπο συνωμοτικό, σαν να έλεγαν: «Εσύ και εγώ ξέρουμε τί έγινε χθες!» Έπειτα ο Λύσσανδρος συνέχισε για να πάρει και άλλες παραγγελίες.
Ήταν η ιδέα του Πολύνικου, αλλά ο Λύσσανδρος έδειχνε πιο ανάλαφρος. Ίσως με το να γίνει λυκάνθρωπος και να φάει τις γίδες, να του έκανε καλό τελικά του ιδίου.
«Είναι πολύ πεινάλας τελικά!», γέλασε ο Πολύνικος. «Και δεν του φαινόταν!! Αυτό τελικά έμαθα από το επεισόδιο με τα γίδια!»
Ο Πολύνικος είπε στον Αρχίνικο το συμπέρασμά του και ο Αρχίνικος απάντησε:
«Επομένως αυτό που έμαθες, είναι ποτέ να μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του!!»
«Ναι, ακριβώς!!»
«Τώρα, αυτό που πρέπει να αναρωτηθείς είναι, ισχύει κάτι ανάλογο για τις οικοδομές;»
«Μήπως το: ας μην κρίνουμε μία οικοδομή από την εξωτερική της εμφάνιση; Η εσωτερική διαρρύθμιση είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της;»
«Μπίνγκο!», είπε ο Αρχίνικος. «Το βρήκες!! Μπράβο καλέ μου μαθητή!! Πάρε τώρα το μπλοκ και σημείωνε ότι μετράω!!»
Με την μεζούρα ο Αρχίνικος και το μπλόκ ο Πολύνικος, αποτύπωναν τα πάντα στον χώρο της καφετέριας: κολώνες, τοίχους, παράθυρα, πόρτες και διαρρύθμιση εσωτερική.
Τελείωσαν με το ισόγειο, που ήταν η καφετέρια, και ανέβηκαν στον 1ο όροφο, ο οποίος ήταν ένα τελειωμένο διαμέρισμα, με έπιπλα. Ο ενοικιαστής του διαμερίσματος έπαιζε τάβλι με τον Καπρίτσιο στο ισόγειο της καφετέριας, και έτσι μπορούσαν να μετρήσουν το διαμέρισμα.
Το πρώτο πράγμα που έκανε εντύπωση στον Πολύνικο ήταν η πολύ λιτή διακόσμηση του ορόφου. Επιπλέον, οι τοίχοι ήταν βρώμικοι, και είχαν γεμίσει μαυρίλα.
«Μα τί άθλιο μέρος είναι αυτό;», ρώτησε ο Πολύνικος. «Είμαστε σίγουρα στο ίδιο κτήριο;»
«Ναι, είμαστε στο ίδιο κτήριο Βερνίκιε!», είπε ο Αρχίνικος.
«Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι ένα τόσο όμορφο κτήριο εξωτερικά θα μπορούσε να είναι τόσο χάλια μέσα!!»
«Η έξω εικόνα διαφέρει από την μέσα στα κτήρια!! Όπως και στους ανθρώπους!!»
Ακολούθησε μία παύση μερικών δευτερολέπτων καθώς ο Πολύνικος αναλογιζόταν το βάθος αυτής της κουβέντας.
Ο Αρχίνικος έπειτα είπε: «Πήρες το μάθημά σου! Και τώρα ας συνεχίσουμε την δουλειά!!»
Συνέχισαν τις μετρήσεις, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Πολύνικο. Ο Πολύνικος είχε μάθει να κάνει τα πράγματα στο περίπου, και έτσι, το να προσπαθεί να μετρήσει με ακρίβεια, του δημιουργούσε πονοκέφαλο.
«Να κάνουμε κάποια μικρή αυθαιρεσία;;», ρώτησε δειλά ο Πολύνικος. «Έχω πάθει στέρηση με το να τα κάνω όλα νόμιμα! Θέλω να τραβήξω την γραμμή αυτή λίγο παραπάνωωω!!!»
«Όχι!», απάντησε ο Αρχίνικος και τράβηξε το τρεμάμενο χέρι του Πολύνικου από το μπλοκ. «Είπαμε ότι θα μάθεις την φωτεινή πλευρά του μηχανικού, και θα την μάθεις!! Θα γίνουν όλα σύμφωνα με το νόμο!»
Ο χώρος φωτίστηκε γύρω από το δωμάτιο που μετρούσαν, το οποίο συμπτωματικά ήταν η τουαλέτα. «Θα μάθεις ότι το επάγγελμα του μηχανικού μπορεί να γίνει ισάξιο με ταξίδι πνευματικής αναζήτησης, σαν οδοιπορικό στο Θιβέτ!!»
«Και μιλώντας για βουνά», συνέχισε ο Αρχίνικος και του ξέφυγε ένα γελάκι σχεδόν σαν ψιλός λόξυγκας, «μαζί με τις διορθώσεις του τοπογραφικού και την σημερινή δουλειά, θα έχεις βουνό εργασίας αργότερα μόλις τελειώσουμε!!»
«Βσφφρφσμμ!!», μουρμούρισε μόνος του ο Πολύνικος.
Τελείωσαν με τις αποτυπώσεις και κατέβηκαν στο ισόγειο, όπου εκεί ο Καπρίτσιο έδειχνε σακατεμένος, καθώς είχε χάσει δέκα φορές στο τάβλι από τον ενοικιαστή του σπιτιού.
Τότε, ο Πολύνικος παρατήρησε τον ενοικιαστή: ήταν πολύ κοντός, σαν νάνος σχεδόν, γύρω στο 1.40, με μάτι που γυάλιζε και μαλλί αφρώδες σαν του Τζίμυ Χέντριξ. Ήταν 1.40 με το μαλλί. Φορούσε μία μπλούζα t-shirt, με την δημοφιλέστατη φωτογραφία του εσκιμόου επαναστάτη Μύγα – Τσε – Τσε – Και – Βάρα - Την. Περασμένη γύρω από την πλάτη του είχε μία ηλεκτρική κιθάρα, από εκείνες τις μινιατούρες που δίνουν στα πεντάχρονα.
«Επιτέλους, τελείωσαν τα λαμόγια!», είπε ο νάνος με μία φωνή αφύσικα λαϊκή και μπάσα, και έσπρωξε τον Πολύνικο με τον ώμο του.
Εκτοπιζόμενος μισό μέτρο περίπου από το σπρώξιμο του νάνου, ο Πολύνικος απόρησε πού βρήκε αυτό το απολειφάδι τέτοια  δύναμη. Έπειτα σκέφτηκε την λέξη «λαμόγια». «Τί;; Εμείς λαμόγια;;», αναρωτήθηκε και ατμοί βγήκαν από τα αυτιά του. Μετά όμως, θυμήθηκε ότι κάποτε ψάχνοντας στην εγκυκλοπαίδεια, είχε δει ότι η λέξη λαμόγια ήταν αρκετά κοντά σαν έννοια στην λέξη αυθαίρετος. Ένα δάκρυ κόντεψε να τρέξει από το μάτι του Πολύνικου, αλλά τελικά δεν απόσταξε, φοβούμενο το μεγάλο υψόμετρο προς το έδαφος.
«Ποιός ήταν αυτός;», ρώτησε έπειτα ο Πολύνικος τον Αρχίνικο.
«Αυτός είναι ο Κόντιος Στυλάτος», είπε ο Αρχίνικος, «ένας δεινός μουσικός, ο οποίος με την κιθάρα του, είχε δώσει ρεσιτάλ κλασσικής μουσικής στο Κολοσσαίο!!»
«Τί, με αυτή την κιθάρα την παιδική;;”, γέλασε ο Πολύνικος. “Παράσταση δυσανάλογη με το μέγεθός του...»
Ο Αρχίνικος το άκουσε αυτό, και γελώντας, έλαμψαν τα δόντια του, μοιάζοντας ταυτόχρονα όλα χρυσά: «Άχαχα Βερνίκιε, πώς τα λές!»
“Τώρα τί έχει το πρόγραμμα;”, ρώτησε ο Πολύνικος τον Αρχίνικο.
“Εγώ θα πάω να φτιάξω κάνα γλυκό, ίσως καμιά τζατζικότουρτα, δεν ξέρω...”
“Ωραία, εγώ έχω δουλειά να κάνω”, είπε ο Πολύνικος και έφυγε για να πάει και πάλι στο γραφείο.
Πήγε στο γραφείο και άρχισε να κάνει τις κατόψεις. Δούλευε σαν μηχανή, και ο ίδιος για να γίνει πιο πειστικός στον εαυτό του, άρχισε να μιλάει στον εαυτό του σαν βωμόλοχο ρομπότ.
«Μπιιπ!! Συνεχίζουμε – τη – δουλειά! Μπιιπ!!»
Έφτασε τελικά στο διαμέρισμα που είχε ενοικιάσει ο Κόντιος, και τότε, είδε ότι υπήρχε μία ασάφεια στην τουαλέτα του. Επειδή το δάπεδο ήταν πολύ βρώμικο, όντας γεμάτο από τις τρίχες του Κόντιου, το δάπεδο είχε ανέβει μερικούς πόντους, και έτσι το υψόμετρο έβγαινε λάθος.
«Ρε – τον – μπιιπ!!!», είπε και πάλι σαν ρομπότ. «Πρέπει – να – το – διορθώσω – αυτό!!! Μπιιπ!!»
Τότε, συνειδητοποίησε ότι για να το διορθώσει αυτό, έπρεπε να πάει πίσω στην καφετέρια και να μπει στο διαμέρισμα. «Μπα, χέστο!!», είπε με την φυσιολογική του φωνή. «Ας το διορθώ, έ . . ., εννοώ, ας το κάνω μπαλαμούτι!!»
Τότε, ο Πολύνικος θυμήθηκε τί ζητούσε ο Αρχίνικος για την μαθητεία του. «Θα τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον νόμο!!»
Αυτή τη φορά, αντί να φωτιστεί το δωμάτιο βέβαια, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε τον Πολύνικο. «Μα έτσι δεν θα είμαι αυθαίρετος!!», διαμαρτυρήθηκε στον εαυτό του. «Όμως από την άλλη, δεν θα προχωρήσει η μαθητεία αν δεν μάθω το νόμιμο».
Ο Πολύνικος ξεροκατάπιε και έπαθε ηλεκτροσόκ, επειδή είχε πλέον υιοθετήσει πλήρως τον ρόλο του σαν ρομπότ. Τόσο πειστικός ήταν.
Πήγε να βγει από το γραφείο του, όμως η ταμπέλα από μέσα έγραφε κλειστό. «Δεν - θα - πας - πουθενά!! Το - γραφείο - σε – έκλεισε – μέσα! Μπιπ!!»
Τότε, ένα κομμάτι του που ήταν ακόμη ανθρώπινο, παρενέβη και του είπε: «Το έχεις παρατραβήξει με τη ρομποτοποίηση!!»
Έτσι, ο Πολύνικος σταμάτησε να κάνει το ρομπότ και πήγε προς την καφετέρια και πάλι.
Χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος του Κόντιου. «Πρέπει να κάνω την μέτρηση οπωσδήποτε!!», σκέφτηκε.
Η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Όχι, απλά έπρεπε να σκύψει κανείς για να δει τον Κόντιο!
Φορώντας ένα μπουρνουζάκι ντελούξ, μόλις έχοντας κάνει μπάνιο και όντας φρέσκος – φρέσκος και ορεξάτος, ο Κόντος Στυλάτος είπε μισοκοροϊδευτικά: «Α, το λαμόγιο!! Τί θέλεις πάλι; Ήρθες να κάνεις και πάλι την μοδίστρα;;»
«Ε... κάναμε ένα λαθάκι πριν...», είπε ο Πολύνικος, «μήπως γινόταν να κάνω μία μετρησούλα ακόμη;;;»
«Όχι!!», ακούστηκε μία φωνή, και η πόρτα έκλεισε μόνη της. Ε, δηλαδή ο Κόντιος την έκλεισε, όπως θα καταλάβατε φυσικά.
«Και τώρα;;», αναρωτήθηκε ο Πολύνικος. «Τώρα τί;;». Αρχικά ένιωσε απογοήτευση, αλλά μετά ξαφνικά πεισμάτωσε. «Στούμπε!! Θα σου δείξω εγώ!!»
Ο Πολύνικος βγήκε έξω από την καφετέρια, και είδε ότι το παράθυρο του μπάνιου του Κόντιου ήταν ανοιχτό. «Χεχεχε», σκέφτηκε, «τώρα θα δεις τί εστί αυθαίρετος!»   
Πήρε την κορδέλα, έδεσε δύο τρία από τα στυλό του στην άκρη, και την πέταξε προς το παράθυρο. Η κορδέλα γατζώθηκε κάπου μέσα στο μπάνιο και τεντώθηκε. Έπειτα ο Πολύνικος άρχισε να σκαρφαλώνει.
Τότε, κάπου στην μέση της αναρρίχησης, άκουσε γέλια. Κοίταξε κάτω και είδε κάτι φοιτητές που γέλαγαν με το θέαμα. Ο Πολύνικος ενστικτωδώς, κούνησε τον δείκτη του δεξιού του χεριού, σαν να πατούσε την σκανδάλη του πιστολιού του  χωροβάτη, αλλά βέβαια δεν τον κουβαλούσε εκείνη την στιγμή, για ευνόητους λόγους.
«Έχετε χάρη», μουρμούρισε και τελειώνοντας την αναρρίχηση, μπήκε στο μπάνιο.
Τότε, ήταν έτοιμος για να κάνει την διόρθωση. «Πρέπει να βγάλω τις τρίχες από το πάτωμα πρώτα για να δω πόσα εκατοστά παχιά είναι η επένδυση!!»
Πίστευε ότι θα ήταν γύρω στα πέντε εκατοστά οι τρίχες. Όμως, είχε φτάσει στα είκοσι και ακόμα έσκαβε. «Μα τί γίνεται εδώ πέρα;;»
 Πρέπει να έφτανε στο τέλος, γύρω στα τριάντα εκατοστά, όταν ακούστηκε μία φωνή: «Ιιέεπ!!!! Τί θέλεις εσύ εδώ;;»
Ο μικρόσωμος και προφανώς ελαφρής στο σωματικό βάρος, Κόντιος κοιτούσε εξαγριωμένος τον Πολύνικο για την εισβολή του.
«Χμμ», σκέφτηκε ο Πολύνικος. «Η δικαιολογία που έχω κατά νου δεν είναι και πολύ καλή αλλά με αυτόν μπορεί να πιάσει».
«Ε . . .», είπε ο Πολύνικος μετά. «Που λες, φύσηξε ένας πολύ δυνατός άνεμος και με ανέβασε στο μπάνιο καταλάθος!!»
«Σοβαρά;», ρώτησε ο Κόντιος. «Πότε έγινε αυτό και δεν το κατάλαβα;» Η έκφρασή του δεν έδειχνε δυσπιστία, αλλά έκπληξη.
«Ναι», είπε ο Πολύνικος και σκέφτηκε: «Ωραία, το έχαψε!!», «Εμ, τί», είπε έπειτα, «θα έμπαινα ποτέ από το μπάνιο για να χαλάσω το ντεκόρ;; Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα τώρα είναι να κάνω την διόρθωση!! Πολύ βαρετή αυτή η δουλειά!!»
«Τί μου λες;;», ρώτησε ο Κόντιος. «Αφού είναι έτσι, ας πιούμε ένα καφεδάκι! Και μου λες τί πρέπει να διορθώσεις!!»
«Κατάρα!», σκέφτηκε ο Πολύνικος. «Εγώ δεν θέλω να πιώ καφεδάκι! Εγώ θέλω να μετρήσω το ύψος του ορόφου και να φύγω!!»
«Ε, θα το ήθελα», είπε τελικά, «αλλά θα προτιμούσα να κάνω την μέτρηση και να συνεχίσω την δουλ...»
«Μα γίνεται να έρθει μουσαφίρης στο σπίτι μου και να μην τον κεράσω καφέ;;», είπε ο Κόντιος και επανέλαβε με μία φωνή κάπως πιο άγρια, κοιτώντας με μία πλάγια κοφτή ματιά: «Γίνεται;!!;»
«Φαντάζομαι πως όχι... εντάξει ένα καφεδάκι», υποχώρησε ο Πολύνικος και έπειτα σκέφτηκε: «και μετά κάνω την μέτρηση και φεύγω!!»
Πήγαν στο σαλόνι και ο Κόντιος έφτιαξε δύο φραπεδούμπες μή ανθρώπινες.
Ο Πολύνικος ήπιε μία γουλιά φραπέ, και όπως καταλαβαίνετε, αντί να τον ηρεμήσει, τον έκανε ακόμα πιο ανυπόμονο από πριν.
Και ταυτόχρονα, ο Κόντιος Στυλάτος άρχισε να του λέει την ιστορία της ζωής του, για το πώς ήταν ο πιο δημοφιλής στο σχολείο, για τους φίλους του, και τελικά, έφτασε στο κρίσιμο σημείο, στην μεγάλη του αγάπη, την μουσική!
«Να σου παίξω ένα κομμάτι, το τελευταίο που έχω συνθέσει!!», είπε  ο Κόντιος και έβγαλε την κιθάρα του από την τσέπη του.
«Μα όχι, πρέπει να κάνω αυτή τη μέτρηση!!», είπε ο Πολύνικος αλλά ήταν αργά.
Μία εφιαλτική ηλεκτρική μουσική ακούστηκε στο διαπασσών και τον ξεκούφανε. «Δεν μπορωωωώ!!», φώναξε και έτρεξε προς το μπάνιο για να κάνει αυτό που ήρθε να κάνει.
Όμως ο Κόντιος, σαν κατσαρίδα άρχισε να τον ακολουθεί προς το μπάνιο, και η μουσική άρχισε να γίνεται ακόμα πιο εκκωφαντική.
Τότε, προς μεγάλη τύχη του Πολύνικου, ο Κόντιος γλίστρισε στο γυαλισμένο με παρκέ πάτωμα του μπάνιου.
Τρέχοντας μέσα στο μπάνιο βιαστικά, ο Πολύνικος παρατήρησε με την άκρη του ματιού του ότι το κλειδί του μπάνιου  βρισκόταν στην κλειδαριά.
Ο Κόντιος σηκώθηκε από το έδαφος, πήρε ξανά την κιθάρα στα χέρια του και όρμησε προς το μπάνιο.
Αξιοποιώντας ταχύτατα την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, ο Πολύνικος έκλεισε την πόρτα και έστριψε το κλειδί: «Κλικ!!»
Ο Κόντιος Στυλάτος έπεσε με τα μούτρα στην πόρτα. Το χτύπημα ακούστηκε δυνατό: “Σντούπ!”, και μετά, τίποτα.
«Πρέπει να βγήκε νοκ – άουτ!», φαντάστηκε ο Πολύνικος και για να το επιβεβαιώσει, ότι δηλαδή δεν είχε πάθει τίποτα χειρότερο ο Κόντιος, άνοιξε την πόρτα και είδε ότι όντως ο Κόντιος είχε μόνο ζαλιστεί από το χτύπημα. Δεν φαινόταν να ήταν τίποτα σοβαρό. 
«Και τώρα συνεχίζουμε!», σκέφτηκε ο Πολύνικος ξανακλειδώνοντας την πόρτα. Συνέχισε ανενόχλητος το σκάψιμο μέχρι που έφτασε τους 40 πόντους.
Εκεί που ήταν κοντά να φτάσει στο στόχο του, το έδαφος υποχώρησε απότομα!
Μέχρι να συνειδητοποιήσει τί είχε συμβεί, βρισκόταν στο ισόγειο, όπου ήταν η καφετέρια.
Παρότι ήταν σχετικά μεγάλη η πτώση, ο Πολύνικος δεν χτύπησε καθόλου, αλλά μυστηριωδώς  έπεσε στα μαλακά. Κοίταξε πού έπεσε, και  είδε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο ντεπόζιτο με ελαφρώς ξεπαγωμένο παγωτό. Σηκώθηκε και βγήκε γρήγορα από το ντεπόζιτο και είδε ότι ο Κωστής ο μπάρμαν έλλειπε προς το παρόν. «Ούφ, δεν με είδε κανείς!»
Η πλάτη του βέβαια είχε γίνει καφέ από το παγωτό πραλίνα. Λάου – λάου βγήκε έξω από την καφετέρια, πήγε έξω από το παράθυρο του μπάνιου, τράβηξε την κορδέλα και είδε πάλι εκείνη την παρέα των φοιτητών. Μερικές από τις κοπέλες χαχάνιζαν, και υπέθεσε ότι ήταν από την πλάτη του που είχε γίνει καφέ από το παγωτό. Κάνοντας νόημα με τα μάτια προς τις κοπέλες, και με χαιρέκακο χαμόγελο, είπε πονηρά: «Ελάτε να γλείψετε, είμαι όλο γλύκα!!»
Έπειτα έφυγε με το ηθικό αναπτερωμένο και με τις κοπέλες να κοιτούν αμήχανα, μην γνωρίζοντας αν είπε αυτό που είπε σοβαρά ή όχι.
***
Ο Πολύνικος πήγε στο γραφείο και πάλι, διόρθωσε το τοπογραφικό και μετά πρόσθεσε στον όροφο δέκα εκατοστά παραπάνω από όσο είχαν μετρήσει αρχικά λάθος. Και δέκα εκατοστά, γιατί την στιγμή που έπεσε προς το πάτωμα, είδε ότι οι τρίχες σταματούσαν στο ένα τέταρτο απόσταση. Σαράντα εκατοστά με την τρύπα, τρία τέταρτα, έκανε δέκα πόντους, δηλαδή τρία μέτρα και δέκα πόντους ύψος. Ίσως να έβγαινε ένα δύο πόντους λάθος, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει πιο νόμιμο, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα.
«Φτού, απέτυχα!!», είπε. «Δεν κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελε ο Αρχίνικος! Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω πάλι τον Κόντιο!»
«Δεν θα χρειαστεί!», είπε ο Αρχίνικος, που ήταν κρυμμένος σε μία από τις σκιές του γραφείου. Η εμφάνιση αυτή ξάφνιασε τον Πολύνικο, και φωνάζοντας «μαμά!!» πήδηξε στο ταβάνι και πιάστηκε από τον πολυέλαιο για να γλιτώσει από την απειλή. Όταν κατάλαβε ότι ήταν ο Αρχίνικος, ηρέμησε και κατέβηκε κάτω. Ή μήπως έπρεπε να μείνει εκεί κρεμασμένος;;
«Μα πώς καταφέρνεις και μπαίνεις έτσι μέσα χωρίς να το καταλάβω;», ρώτησε ο Πολύνικος.
«Τα μυστικά του επαγγέλματος Βερνίκιε!!», είπε ο Αρχίνικος, και χαμογελώντας, το χρυσό του δόντι φάνηκε και έλαμψε απόκοσμα. «Θα τα μάθεις και εσύ κάποια στιγμή!»
«Εγώ το μόνο που θέλω να μάθω είναι γιατί αυτό που έχω κάνει είναι σωστό».
«Δεν είναι ακριβώς σωστό», είπε ο Αρχίνικος, «αλλά», συνέχισε και ύψωσε το δάχτυλο του χεριού του ψηλά, «το θεϊκό κράτος δέχεται κάποια ατέλεια στις μετρήσεις μας, καθώς καταλαβαίνει πως μόνο αυτό είναι τέλειο!»
«Μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του το κράτος!!», είπε ο Πολύνικος, πιστεύοντας ότι έτσι έδειχνε περισσότερο αυθαίρετος. Και είχε δίκιο, όμως ο Αρχίνικος δεν συμφωνούσε:
«Μην βλασφημείς τα θεία!!», ύψωσε την φωνή του ο Αρχίνικος η οποία ακούστηκε βαθιά και υπόκωφη.
«Καλά, καλά», παραδώθηκε ο Πολύνικος, «ούτε ένα αστείο δεν μπορούμε να κάνουμε;;». Έπειτα ρώτησε για να επιβεβαιωθεί: «Επομένως επιτρέπονται τα λάθη, σωστά;»
«Μόνο αν είναι μικρά και όχι εκ προθέσεως!»
«Κρίμα», είπε ο Πολύνικος, «εγώ είμαι καλός στο να κάνω το λάθος μεγάλο και εσκεμμένα!»
«Δεν πειράζει», απάντησε ο Αρχίνικος και η φωνή του μαλάκωσε, «είσαι σε καλό δρόμο, νομίζω ότι έχουμε τελειώσει με τις αποτυπώσεις μέχρι στιγμής!»
«Τώρα ποιο είναι το επόμενο στάδιο;;»
«Να κάνουμε τις συγκρίσεις για να δούμε τις αυθαιρεσίες!»
Άρχισαν να συγκρίνουν τα σχέδια των οικοδομών, τα «θεία» και προβλεπόμενα και τα άλλα, αυτά που υπολόγισαν, και εξεπλάγησαν από τις τεράστιες διαφορές που είχαν.
«Μα ποιός καραγκιόζης έκανε επίβλεψη σε αυτή την οικοδομή;», γέλασε ο Πολύνικος.
Τότε, ο Αρχίνικος του έριξε μία σουβλερή ματιά, την οποία ο Πολύνικος δεν αντιλήφθηκε. Πού να ήξερε ότι ο Αρχίνικος είχε ο ίδιος αναλάβει πειρατική επίβλεψη στην οικοδομή του ιδιοκτήτη, γι' αυτό είχε και την γνωριμία για να αναλάβει την δουλειά. Είπαμε, ο Αρχίνικος γνώριζε και τις δύο όψεις του νομίσματος, και έτσι ήταν ολοκληρωμένος αρχιτ.. ε.. ζαχαροτέκτων!!
Η δουλειά κύλησε ομαλά, και μετά από λίγο έφτασαν στον υπολογισμό του προστίμου, βάσει των αυθαιρεσιών που είχαν γίνει.
«Είναι δύσκολο αυτό το κομμάτι;»
«Όχι», απάντησε ο Αρχίνικος, «το να το υπολογίσεις είναι πανεύκολο!»
«Το δύσκολο ποιο είναι;»
Ο Αρχίνικος δεν απάντησε. Συνέχισαν στο να βγάλουν το πρόστιμο, και το έβγαλαν γύρω στα εκατό χιλιάδες ευρώ.
«Αμάν», είπε ο Πολύνικος, «κάτι δεν πάει καλά εδώ! Μου βγαίνει εκατό χιλιάρικα το πρόστιμο!!»
«Σωστό ακούγεται!», είπε ο Αρχίνικος, «αυτό είναι το αντίτιμο για να μην καταστρέψεις τα κτηριάκια!»
«Και τώρα;»
«Και τώρα», συνέχισε ο Αρχίνικος, «θα πας στον Καπρίτσιο να του κάνεις τον λαγαριασμό!»
«Να του κάνω τον λογαριασμό;», ρώτησε έντρομος ο Πολύνικος. «Ναι, περίμενε!», είπε μετά και μπήκε μέσα στην αποθήκη. Όταν βγήκε από μέσα, φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και είχε βάλει για κράνος ένα μπρίκι για τετραπλό καφέ. Άπλυτο. «Είμαι καλά προετοιμασμένος τώρα;;», ρώτησε.
«Πάρε και τον χωροβάτη», είπε ο Αρχίνικος χωρίς να αστειεύεται, «ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να σου φανεί χρήσιμος!»
«Εσύ δεν θα έρθεις;», ρώτησε ο Πολύνικος με πόδια που έτρεμαν.
«Όχι», απάντησε ο Αρχίνικος, «αυτή είναι η τελική σου δοκιμασία! Να κάνεις τον λογαριασμό του Καπρίτσιο, να βγεις ζωντανός, και να σε πληρώσει κιόλας!!»
Κάνοντας τον σταυρό του, ο Πολύνικος βγήκε έξω περπατώντας σαν συγκαμμένος.
***
Κρύος ιδρώτας είχε καλύψει το πρόσωπο του Πολύνικου, καθώς πήγαινε προς την καφετέρια, φορώντας το αλεξίσφαιρο, το μπρίκι, και κρατώντας με το αριστερό χέρι τον χωροβάτη, και με το δεξί το μπλοκάκι των επιταγών. Μπήκε μέσα στην καφετέρια.
Σίγουρα τράβηξε την προσοχή του κόσμου με την φορεσιά του, αλλά εκείνη την στιγμή δεν τον ένοιαζε. Εκείνη τη στιγμή, ήθελε μόνο να κάνει τον λογαριασμό του Καπρίτσιο, και να το βάλει στα πόδια.
Εκεί καθόταν ο Καπρίτσιο Γατόπαρδος, και μιλούσε στο τηλέφωνο. Φαινόταν υπερβολικά αγχωμένος ή ίσως και δυσαρεστημένος. Μόλις είδε τον Πολύνικο, είπε: «Θα σε πάρω μετά», και το έκλεισε.
«Τί θες;», ρώτησε τον Πολύνικο κάπως κοφτά.
«Ε, πέρασα μία βολτούλα για να δω πώς πάνε τα πράγματα! Η γυναίκα καλά;»
«Εδώ και μισό χρόνο έχουμε πάρει διαζύγιο», απάντησε ο Καπρίτσιο αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του. «Λέγε τί θες!»
«Ωχχ, ωχχ, ωχχ!», σκέφτηκε ο Πολύνικος, «Πάω γυρεύοντας! Όμως, πρέπει να το κάνω!! Πρέπει να το κάνω, για να ολοκληρωθώ σαν μηχανικός!»
«Ε», είπε ο Πολύνικος, «ήρθα για να σας κάνω τον λογαριασμό για το πρόστιμο του αυθαιρέτου!»
«Πόσο είναι;»
«Πάνω κάτω γύρω στα εκατό χιλιάρικα!»
Τα μάτια του Καπρίτσιο γυάλισαν και μέσα τους καθρεφτιζόταν . . . τρέλα! Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο Καπρίτσιο δεν έλεγε τίποτα, και ο Πολύνικος άρχισε να περιμένει το πρώτο και τελικό χτύπημα από τον πελάτη του στην πλάτη του. Όμως τελικά, ο Καπρίτσιο είπε ευδιάθετος: «Ωραία», λες και έμαθε ένα πολύ καλό νέο.
«Ωραία;», είπε ο Πολύνικος. «Πώς ωραία; Μα γίνεται κάτι τέτοιο να είναι ωραίο;»
«Ωραιότατα!!», απάντησε ο Καπρίτσιο και χαμογελώντας με ένα αφύσικα μεγάλο χαμόγελο, είπε: «Δεν τα πληρώνω εγώ, θα τα πληρώσει όλα η πρώην γυναίκα μου! Χαχα!!»
Έπειτα ο Καπρίτσιο ανέβηκε σε ένα άδειο τραπέζι, σφύριξε στον Κώστα τον μπάρμαν να βάλει στο διαπασών την μουσική με το τραγούδι: «Τα παπάκια», και άρχισε να χορεύει σαν νήπιο της δεκαετίας του 80.
Ο Πολύνικος πήγε στον Κώστα τον μπάρμαν με τα τιτάνια ρουθούνια, και τον ρώτησε: «Γιατί θα τα πληρώσει η πρώην γυναίκα του;»
«Γιατί έγραψε το σπίτι του στο όνομά της. Τον ανάγκασε το δικαστήριο . . .»
«Α, μάλιστα...», είπε αδιάφορα ο Πολύνικος και σκέφτηκε: «βρε τρέλα που κουβαλάει ο κόσμος!»
Τότε, το τηλέφωνο του Καπρίτσιο χτύπησε και ο Καπρίτσιο, στη χαρά του, πέταξε σαν πελεκάνος και όρμησε στον πάγκο που το είχε αφήσει και το πήρε: «Έλα ρε δικηγόρε της πλάκας!!», είπε, «μπορεί να χάσαμε τη δίκη, αλλά η Βίκυ θα πληρώσει τις αυθαιρεσίες μου!»
Καθώς ο Καπρίτσιο άκουγε την απάντηση του δικηγόρου, το πρόσωπό του χλώμιασε. «Τί, η απόφαση ακυρώ-θη-ΚΕ;», είπε με σταδιακά αγριευόμενη φωνή.
Έκλεισε το τηλέφωνο σιγανά, και έπειτα αμέσως κοίταξε τον Πολύνικο με βλέμμα απειλητικό.
«Τώρα ξεκινάει», σκέφτηκε ο Πολύνικος και στήθηκε σε θέση άμυνας με τον χωροβάτη να τον έχει σαν ραβδί.
«Ώστε έτσι ε;», ρώτησε ο Καπρίτσιο. «Εκατό χιλιάδες είναι το πρόστιμο, ε;;»
«Νννν..αι!», κατόρθωσε να πει ο Πολύνικος. «Τόσα είναι!!»
Το πρόσωπο του Καπρίτσιο τότε άλλαξε, και από απειλητικό έγινε στενοχωρημένο. «Μπουχουχού!!», είπε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται σαν το σπαστικό, «μα πού θα βρώ εγώ τόσα χρήματα;;»
Άρχισε να του τρέχει και η μύτη μετά, και έβγαλε ένα επιχρυσομένο χαρτομάντηλο. «Μπατίρησααααα!!!», ούρλιαξε και φύσηξε τη μύτη του.
Ο Πολύνικος κοίταξε τον Καπρίτσιο και άρχισε να τον λυπάται: «Τον κακόμοιρο!», σκέφτηκε, «έχει οικονομικά προβλήματα!» Τότε όμως θυμήθηκε την αποστολή του και την μαθητεία του, έπρεπε να τα καταφέρει για να προχωρήσει!
Όμως, ο Καπρίτσιο ήταν εκεί, αξιολύπητος και κάτι μέσα του έκανε τον Πολύνικο να μην μπορεί να αντισταθεί. Ναι, τελικά θα έκανε την υποχώρηση και δεν του έκανε τον λογαριασμό. Έπρεπε να βοηθάει τον κόσμο όταν έχει ανάγκη. Έπρεπε να μάθει να είναι φιλέσπλαχνος. Έπρεπε να...
Πέφτοντας στο πάτωμα και με το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο, ο Καπρίτσιο είπε στον Πολύνικο: «Σε παρακαλώ, πρέπει να σου ζητήσω καααάτι!!»
«Τί ακριβώς θέλεις;», ρώτησε ο Πολύνικος, και κάτι άλλαξε μέσα του, σαν να οπλιζόταν ο κόκκορας ενός περιστρόφου. «Πάλι μου ζητάνε!», ακούστηκε μέσα του μία τσιριχτή φωνή.
«Θα σε πείραζε να μην σε πληρώσω την αμοιβή σου, εσένα και του Αρχίνικου;»
«Χμμμ... ναι!!!!»
«Σε παρακαλώ; Είμαι πνιγμένος στα χρέη!!»
Ο Πολύνικος πήρε με βαριά χέρια το μπλοκ των αποδείξεων  μαζί με τις επιταγές, και είπε ξερά: «Υπόγραψε».
Τότε, ο Καπρίτσιο, σταμάτησε το θέατρο και ξεφυσόντας υπέγραψε το ποσό: «Καλά, καλά», είπε τελικά. «Δεν πειράζει, απλά θα αναβάλλω κανά ταξίδι στην Νταϊλάνδη. Έτοιμος!»
Σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ο Καπρίτσιο πήγε και έκατσε στο μπαρ. Έβαλε να πιεί ένα ποτηράκι, και ατένισε έναν φανταστικό ορίζοντα, πέρα από τις πολυκατοικίες που υψώνονταν μπροστά του.
Ο Πολύνικος, πήρε τα συμπράγαλά του, και πήγε να βγει από την καφετέρια. Όμως, στην είσοδο στέκονταν κάποιοι. Ένας από αυτούς, ο Αρχίνικος, ο Δάσκαλός του.
Ο Αρχίνικος χειροκρότησε αργά και δυνατά. «Εύγε τέκνον», είπε τελικά. «Τα κατάφερες! Πέρασες την δοκιμασία των αυθαιρέτων! Τώρα πια, ολοκληρώθηκες σαν μηχανικός!!»
«Α, ωραία», είπε ο Πολύνικος, όμως προτού προλάβει να χαρεί την «προαγωγή» του, παρατήρησε τους άλλους τύπους γύρω από τον Αρχίνικο.
Ήταν πέντε καραφλοί με γραβάτες, βαλίτσες και γυαλιά ηλίου. Ένας από αυτούς ήταν πιο ψηλός, και η καράφλα του γυάλιζε περισσότερο από των υπολοίπων, ίσως να ήταν ο αρχηγός τους.
«Ποιοί είναι αυτοί;», ρώτησε τον Αρχίνικο με απορία.
«Αυτοί είναι οι ελεγκτές του κράτους», είπε ο Αρχίνικος τραγουδιστά, «είναι οι αγγελικές προεκτάσεις του, και ήρθαν για να κάνουν την τελετή νομιμοποίησης της οικοδομής αυτής!». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Αρχίνικου, και πρόσθεσε συγκινημένος: «Είναι εδώ για να δεχτούν το παραποιημένο αυτό κτήριο όπως είναι, και να το αποδεχτούν και να το αγκαλιάσουν, όπως μία μητέρα το τσέρνομπιλ παιδί της».
«Ωραία», είπε η πιο γυαλιστερή καράφλα, «ας αρχίσουμε την τελετή ένταξης του αυθαιρέτου!  Φέρτε μας τις αποτυπώσεις, τις αποδείξεις πληρωμής, τα σχέδια και όλα τα συναφή!»
«Ναι, ναι!!», είπε ο Αρχίνικος. «Και έπειτα θα φάμε όλοι από το γλυκό που έχω φτιάξει!»
«Τι γλυκό;;», ρώτησε ένας από ελεγκτές με σάλια που έτρεχαν.
«Καταϊφάκια μαϊμού!»
«Τί θέλετε να πείτε;», συνέχισε τις ερωτήσεις ο ελεγκτής. «Ότι δεν είναι τα καταϊφάκια αυθεντικά; Ή μήπως ότι έχουν σχήμα μαϊμούς;»
«Ότι έχουν γεύση μαϊμούς!»
Κανείς δεν σχολίασε περαιτέρω και ο Αρχίνικος έδωσε τις κατόψεις και τα τοπογραφικά, ενώ ο Πολύνικος τις αποδείξεις πληρωμής και το πρόστιμο.
Οι ελεγκτές τοποθέτησαν στο πάτωμα τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά, και στάθηκαν όρθιοι γύρω από αυτά, σχηματίζοντας ένα πεντάγωνο. Τότε, γύρισαν τις πλάτες τους προς τα έγγραφα, και άρχισαν να κλάνουν δυνατά, όσο πιο πολύ μπορούσαν.
Όταν η περιοχή γύρω από την χαρτούρα είχε πλήρως γεμίσει με μεθάνιο, ο πιο ψηλός από τους ελεγκτές, έβγαλε έναν αναπτήρα ζίπο, τον άναψε, και πετώντας τον στο κέντρο είπε: «Εγένετο φως!!». Ολόκληρος ο σωρός άναψε σαν λαμπάδα και το δωμάτιο ξεβρώμισε.
«Μα κάναμε τόση φασαρία για να τα μαζέψουμε όλα και τώρα τα καίμε;;», ρώτησε έξαλλος ο Πολύνικος τον Αρχίνικο.
«Μην αυθαδιάζεις!», είπε αυστηρά ο Αρχίνικος. «Η τελετή είναι συμβολική, και η ουσία της είναι ότι πλέον δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ της αγγελικής και της πραγματικής εικόνας του κτηρίου. Η φωτιά καίει τα σχέδια που μετρήσαμε και τα αυθεντικά, και έτσι οι δύο εικόνες εξισώνονται!»
Βλέποντας την φωτιά που έκαιγε, ο Πολύνικος ένιωσε δέος. Είδε στον πάγκο τον Κωστή τον μπάρμαν, αλλά ακόμα και τον Καπρίτσιο, να κοιτούν συγκινημένοι και επηρεάστηκε και αυτός. «Σνιφ!»
Τελικά έμεινε η στάχτη από τα έγγραφα και η τελετή τελείωσε. «Εμείς», είπαν οι ελεγκτές, «πάμε έξω!»
Οι ελεγκτές την έκαναν βιαστικοί και στον Πολύνικο αυτό φάνηκε περίεργο. Ήταν έτοιμος να ρωτήσει: «Για πού το έβαλαν αυτοί;», όμως τελικά είπε να το αφήσει το ζήτημα.
Ο Πολύνικος, ο Αρχίνικος και ο Καπρίτσιο κάθισαν στο μπαρ για να πιούνε κανά ποτηράκι τίλιο.
«Έτσι λοιπόν», είπε ο Αρχίνικος, «τώρα πια είδες πώς είναι η διαδικασία νομιμοποίησης. Σου άρεσε;»
«Δεν είναι και άσχημη», είπε ο Πολύνικος. «Όμως και πάλι προτιμώ να είμαι αυθαίρετος».
«Έμαθες κάτι από αυτή την ιστορία;»
«Ναι, ότι δεν χρειάζεται να είμαι συνέχεια αυθαίρετος, όπως πίστευα ότι πρέπει να είμαι. Το να είμαι μόνιμα αυθαίρετος, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στους άλλους, όπως σε εκείνες τις γιδούλες που έφαγε ο Λύσσανδρος!»
«Ποιές γίδες;», ρώτησε ο Καπρίτσιο. «Δεν υπάρχουν γίδες εδώ κοντά!»
«Ναι, πράγματι δεν υπάρχουν!», είπε ο Αρχίνικος. «Τις γίδες εγώ τις έφτιαξα! Ζαχαροπλάστης δεν είμαι;;»
«Μα αυτές φώναζαν σαν γίδες!»
«Πώς, κάπως έτσι;;;;», ρώτησε ο Αρχίνικος και έπειτα έκανε ένα πειστικότατο και μεγαλόφωνο «μπεεεεεε!», το οποίο επηρέασε τους γύρω του υποσυνείδητα να βάλουν παραπάνω γάλα στον καφέ τους.
«Πρέπει ο Λύσσανδρος να το μάθει αυτό!», γέλασε ο Πολύνικος. Τότε, κάτι έκανε κλικ μέσα του. «Πού είναι ο Λύσσανδρος;», ρώτησε. «Δεν δουλεύει σήμερα εδώ;»
«Εδώ ήταν πριν από λίγο!!», είπε ο Καπρίτσιο. «Για πού το έβαλε το αγύρτης;;», φώναξε και χτύπησε δυνατά το χέρι του στον πάγκο. Έπειτα, χωρίς να πει τίποτα, σήκωσε το τηλέφωνο για να κλείσει ραντεβού για ακτινογραφίες.
Μία φωνή τότε ακούστηκε από κάπου απροσδιόριστα: «Ε!!!! Μας την πέφτουν ρεεεεε!!»
«Ποιός;; Τιιί;;», ρώτησε ο Καπρίτσιο, «μα ποιός μίλησε;»
«Εγώ, ο Κόντιος είμαι!!»
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν στο πάτωμα, τον Κόντιο, ο οποίος είχε κοντύνει άλλους δέκα πόντους, έχοντας πια ύψος 1.30 επειδή το μαλλί το είχε πατικώσει με τζελ. «Είναι ένας κρατικός κατεδαφιστής έξω! Έχει έρθει για να μας διαλύσει!! Είναι και ένα κτήνος έξω και προσπαθεί να τον σταματήσει!!»
«Πωωωωώςςς;;», ρώτησε ο Αρχίνικος. «Μα τί συμβαίνει;;»
Σε όλα τα χρονικά που ο Πολύνικος ήξερε τον Αρχίνικο, ποτέ του αυτός δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του σε δύσκολες υποθέσεις. Για να τα χάσει έτσι, αυτό σήμαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Πάμε έξω να δούμε τί γίνεται!!»
Έτρεξαν όλοι έξω, Πολύνικος, Αρχίνικος, Καπρίτσιο, Κωστής και Κόντιος και εκεί είδαν έναν τεράστιο κατεδαφιστή, με την μεταλλική του σφύρα να κρέμεται, και να προσπαθεί να πάρει φόρα για να διαλύσει το κτήριο. Πάνω στην σφύρα ήταν κρεμασμένος ο Λύσσανδρος Κυνόδοντας, με την μορφή λυκάνθρωπου. Την δάγκωνε για να την κόψει από την μεταλλική της αλυσίδα αλλά δεν κατόρθωνε τίποτα. Το μεγάλο σωματικό του βάρος όμως απέτρεπε τον κατεδαφιστή από το να χτυπήσει.
«Ε!!! Σταματήστε!!», φώναξε ο Καπρίτσιο. «Τί σας φταίει το κτηριάκι μου; Μόλις το νομιμοποίησα!!»
Ο κατεδαφιστής σταμάτησε να δουλεύει, και από μέσα του βγήκαν οι πέντε ελεγκτές του κράτους.
«Μα γιατί;;», ρώτησε ο Αρχίνικος μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. «Ο νόμος προέβλεπε ότι τα κτήρια που νομιμοποιούνται εξαιρούνται από την κατεδάφιση!! Για αυτό και λέγεται και νόμος για τα αυθαίρετα!»
«Ο νόμος άλλαξε εδώ και δύο μέρες!», είπε ο γυαλιστερότερος καράφλας. «Δεν διαβάσατε την εφημερίδα Kopi Luwak;; Τα αυθαίρετα που δηλώνονται, δεν εξαιρούνται από την κατεδάφιση. Το πρόστιμο που πληρώνει ο ιδιοκτήτης απλά τον γλιτώνει από την φυλακή!!»
Τότε ο Πολύνικος θυμήθηκε την μαντάμ Φραπεδούμπα: «Έχει αλλάξει, δεν είναι πια ο ίδιος!» Θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε προσπεράσει τα νομοθετικά της εφημερίδας, και αυτό ήταν που η μαντάμ Φραπεδούμπα είχε κοιτάξει.
Που να φανταζόταν τελικά ότι αυτό που είχε αλλάξει ήταν ο νόμος, και όχι κάποιος άνθρωπος!!
Όλοι οι ελεγκτές μπήκαν στα μηχανήματά τους και τα ξαναέβαλαν μπρος για να ορμήσουν στο κατάστημα. Όμως, ο Λύσσανδρος ακόμη δάγκωνε την σφύρα, και η κατεδάφιση δεν μπορούσε να ξεκινήσει.
Βγάζοντας τα κοκκάλινα γυαλιά του και  προτείνοντάς τα στον λυκάνθρωπο Λύσσανδρο, ο ελεγκτής είπε: «Καλό σκυλάκι! Κόκκαλο!!»
Τα μάτια του Λύσσανδρου κεντρίστηκαν πάνω στα κοκκάλινα γυαλιά, και φάνηκε να μην τον νοιάζει άλλο η προστασία της περιοχής του καφετέριας, αλλά το να πιάσει το «κόκκαλο» και να το θάψει.
«Όχι», φώναξε ο Καπρίτσιο, «μην πάρεις το κόκκαλο!! Κακό σκυλάκι!! Μείνε στην μπάλα!!»
Με αγριεμένο βλέμμα που έβγαζε ηλεκτρισμούς, κοίταξε ο λυκάνθρωπος Λύσσανδρος καί τους δύο, ελεγκτή και Καπρίτσιο, και είπε με παραμορφωμένη φωνή: «Εγώ λέω να σας φάω και τους δύο! Καλύτερα κρέας παρά κόκκαλα!!»
«Α, δεν έπιασε», είπε απογοητευμένος ο αρχιελεγκτής και πατώντας ένα κουμπί στον κατεδαφιστή, η μπάλα ηλεκτρίστηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το κορμί του Λύσσανδρου. Ο Λύσσανδρος σωριάστηκε στο έδαφος, λιπόθυμος αλλά διατηρώντας την μορφή του ως λυκάνθρωπος.
Ο κατεδαφιστής άρχισε να προχωράει προς την καφετέρια, και στον δρόμο του ήταν ο Λύσσανδρος. Θα γινόταν σκυλοτροφή.
«Τι κρίμα», είπε ο Καπρίτσιο, «ήταν καλός υπάλληλος. Ενθάδε κείται ο . . .»
Τότε ο Πολύνικος έτρεξε ταχύτητα και έσωσε τον λιπόθυμο Λύσσανδρο, τραβώντας τον από τις ρόδες του κατεδαφιστή, στιγμές προτού γίνει το μοιραίο. Έπειτα, κρατώντας με το χέρι του το μπρίκι, βάρεσε ένα μεταλλικό χάστουκο αποξηραμένης καφεΐνης στον Καπρίτσιο. «Δεν πέθανε ακόμα ρε βλαξ!»
Αντί να ξυπνήσει βέβαια περισσότερο, ο Καπρίτσιο, παίρνοντας το κεφάλι του δύο ανάστροφες, έπεσε και αυτός λιπόθυμος. Ίσως η ακτινογραφία να έβγαζε και καμία διάσειση. Πλέον, ήταν δύο τα ζώα πεσμένα στο έδαφος.
Ο ελεγκτής φόρεσε ξανά τα κοκκάλινα γυαλιά ηλίου. «Αυτή η ιστορία μου έχει φτιάξει την διάθεση!», δήλωσε, και πάτησε ένα άλλο κουμπί στο μηχάνημα. Η μπάλα, άρχισε να φωτίζεται και έγινε σαν ντίσκο-μπάλα, φωτίζοντας την γύρω του περιοχή, ενώ το κασσετόφωνο που είχε φέρει, άρχισε να παίζει μουσική τις δεκαετίας του 80. «Ecsta – si!! Ecsta – no!!»
Η μπάλα έκανε προς τα πίσω, και βάρεσε ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο, εκεί που ήταν η τουαλέττα του Κόντιου. Ο τοίχος έσπασε, και η τουαλέττα από ιδιωτική έγινε δημόσια σε κοινή θέα.
«Αμάν», φώναξε ο Πολύνικος, «η τουαλέττα του Κόντιου!» Κοίταξε έπειτα σκεφτικός την τουαλέττα, και άλλαξε γνώμη: «η τουαλέττα του Κόντιου. . .», επανέλαβε αδιάφορα.
Ο Κόντιος όμως αντέδρασε διαφορετικά: με την ηλεκτρική κιθαρίτσα του, άρχισε να παίζει και να εκτοξεύει αστραπές προς τον κατεδαφιστή. Το αποτέλεσμα ήταν να ηλεκτριστούν οι τρίχες στα παπάρια των ελεγκτών, τίποτα περισσότερο.
«Θα το γκρεμίσουμε το κτήριο!!», γέλασε ο άρχων ελεγκτής και η σφύρα ετοιμάστηκε να βαρέσει ένα πιο αποτελεσματικό χτύπημα.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε!», φώναξε έντρομος ο Πολύνικος.
Δείχνοντας μυστηριωδώς να έχει ανακτήσει την ψυχραιμία του, ο Αρχίνικος σταμάτησε τον Πολύνικο. «Όχι Βερνίκιε», είπε, «το κτήριο πρέπει να γκρεμιστεί!»
«Μα το κράτος δεν ήταν αυτό που πίστευες ότι είναι!», είπε ο Πολύνικος, «δεν έχει καθόλου να κάνει με κάτι το θείο!»
«Περίμενε τέκνον!», επέμεινε ο Αρχίνικος, «έχε πίστη και θα δ…!»
«ΚΡΑΚΑΜΠΟΥΜΜ!! ΓΚΡΑΜΠΛ – ΓΚΡΑΜΠΛ - γκραμπλ!!», διέκοψε η σφύρα με το χτύπημά της. Ολόκληρος ο πρώτος όροφος έγινε συντρίμια και η σφύρα ετοιμάστηκε για το δεύτερο και τελειωτικό χτύπημα στο ισόγειο!
«Κάτι πρέπει να κάνουμε!»
«Όχι Βερνίκιε!», είπε ο Αρχίνικος, «σου ζητάω να μην το κάνεις!»
«Τι; Μου ζητάς;;;», αγρίεψε ο Πολύνικος. «Πάλι μου ζητάνε!!!», σκέφτηκε. «Βρσσφσμσφ!!!!»
«Ναι, σου ζ…»
«ΚΡΟΚΕΜΠΟΜΜ!! ΓΚΡΟΜΠΛ – ΓΚΡΕΜΠΛ - γκραμπλ!!», τα μαχαιροπήρουνα και τα πιατικά της καφετέριας αλλίωσαν τον θόρυβο της κατεδάφισης.
«Πάει, διαλύθηκε!», είπε θλιμμένος ο Πολύνικος.
Γελώντας, ο Αρχίνικος πήγε κοντά στους ελεγκτές οι οποίοι κατέβαιναν από το γιγαντιαίο άρμα μάχης τους,. «Συγχαρητήρια!», τους είπε. «Αποστολή εξετελέσθη!»
Ένας από τους ελεγκτές έβγαλε ένα πανί και άρχισε να γυαλίζει την καράφλα του και από το τρίψιμο ο ήχος που έβγαινε ήταν σαν να έκανε παρκέ. «Ήταν τιμή μας!», είπε τελικά. «Και τώρα πάμε στην φάση δύο!»
Ο ελεγκτής πάτησε ένα κουμπί στο δεξιό του αυτί, και τότε άρχισε να συμβαίνει κάτι μοναδικό: Ο σωρός που κάποτε ήταν κτήριο, άρχισε να κινείται και να αλλάζει σχήμα. Αρχικά ήταν αδύνατο να πει κανείς τι γινόταν, όμως τελικά δημιουργήθηκε ένα καινούργιο κτήριο, φτιαγμένο από διαμάντι και χρυσό!
«Μα τι συνέβηκε εδώ;;», ρώτησε ο Πολύνικος έκπληκτος.
«Το θείο κράτος», είπε ο άρχων ελεγκτής, «τελικά αποφάσισε πως οι αυθαιρεσίες έκαναν τα σπίτια να δείχνουν επέσχυντα, επομένως προτίμησε να τα γκρεμίσει όλα και να τα αναδομήσει στην θεία και ανώτερη εκδοχή τους κατευθείαν!!»
«Πώπωωωωωω!», είπε ο Πολύνικος, και σκέφτηκε πως είχε και ο ίδιος συντελέσει σε αυτό. Ο ίδιος ήταν ειδικός στο να κάνει αυθαιρεσίες, και έτσι όλα τα αυθαίρετα που είχε κάνει, θα γίνονταν διαμάντινα χρυσά! «Με τόσο πλούτο, για ποιο λόγο να μην δίνω όταν μου ζητούν;», είπε στον Αρχίνικο κοιτώντας το χρυσό του δόντι λες και ήθελε να του το ξεριζώσει και να το βάλει στον κουμπαρά του.
«Μπράβο Βερνίκιε!», γέλασε αμήχανα ο Αρχίνικος ο οποίος αντιλήφθηκε την πρόθεση του Πολύνικου. «Έτσι είναι τα πράγματα, θα γίνουμε πλούσιοι τελικά!»
Ο Λύσσανδρος επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή του και μαζί με τον Καπρίτσιο σηκώθηκαν από το έδαφος, και συνήλθαν από τα χτυπήματά τους. «Θα ονομάσω την καφετέρια: “Η πρώτη καφετέρια που γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε χρυσή από τους ελεγκτές του κράτους!” Και θα δώσω στον Λύσσανδρο τα μαχαιροπίρουνα που έγιναν και αυτά χρυσά, για να ολοκληρώσει τις σπουδές του!»
Ο Λύσσανδρος είπε: «Ευχαριστώ αφεντίκο! Αρφ! Δεν είσαι και τόσο ζώον τελικά!»
«Πώωωωωωςς;;;», κοίταξε ο  Καπρίτσιο τον Λύσσανδρο και σουβλερά μαχαιροπίρουνα εκτοξεύτηκαν νοητικά από τα μάτια του.
Πανικόβλητος, ο Λύσσανδρος Κυνόδοντας τράπηκε σε φυγή, με τον Καπρίτσιο Γατόπαρδο να τον κυνηγάει, παίζοντας την γάτα με τον σκύλο.
Ο Κόντιος Στυλάτος, σαν μικροσκοπικός άρχοντας πια, επέστρεψε στο τώρα χρυσό διαμέρισμά του. Επόμενη συναυλία του θα ήταν στη σελήνη κάτω από το φως της Γης.
Στον γυρισμό προς το γραφείο, όλα έδειχναν πλέον ήρεμα. Το μέλλον διαγραφόταν υπέροχο, και έτσι ο Πολύνικος και ο Αρχίνικος είχαν λόγους να χαίρονται. Ο Πολύνικος σταμάτησε να τον νοιάζει αν το όνομα του θα έμπαινε στην εγκυκλοπαίδεια σαν αυθαίρετος, γιατί πια σαν ολοκληρωμένος μηχανικός, δεν  έβλεπε το επάγγελμα μονόπλευρα και έτσι είχε όλες τις προδιαγραφές για να πάει καλά. Λίγο πριν μπει στο γραφείο, παρατήρησε την ταμπέλα που έλεγε ραφείο, και είπε να προσθέσει το χαμένο Γάμμα.

The Truth about Conspiracy Theories is...

... that they upset people. Really, whenever I try to have a discussion about conspiracies, people tend to change the topic or to...