Sunday 8 March 2020

Οι φρουροί


΄Ηταν μία ωραία μέρα.  Ο ουρανός ήταν καθαρός όσο δεν γινόταν και ο άνεμος φυσούσε απαλά. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν σχεδόν σαν να ψιθύριζε γλυκόλογα σε μωρό που ήθελε να κοιμηθεί. Βρισκόταν σε μία άδεια παραλία. Η θάλασσα στα αριστερά του σχημάτιζε μικρά καλπάζοντα κυματάκια. Τα κυματάκια είτε ενώνονταν και τροφοδοτούσαν το ένα το άλλο, είτε έσκαγαν σε ένα παραπονεμένο παφλασμό, σαν από ερωτική απογοήτευση.
Προχωρούσε κατά μήκος της παραλίας. Βράχια ξεπηδούσαν από το έδαφος σαν γροθιές. Κάποια βράχια είχαν νεανική και λεία όψη, όντας γλυμένα από την θάλασσα. Κάποια άλλα είχαν εμφάνιση πιο ηλικιωμένη σαν να ήταν ρυτιδιασμένα και απαρχαιωμένα. Τα λεία ήταν πιο μεγάλα σε ηλικία από τα ρυτιδιασμένα, τα οποία τελευταία δεν είχαν προλάβει να φθαρούν από τα κύματα. Αυτό βέβαια δεν φαινόταν από την πρώτη ματιά, όπως και από την πρώτη ματιά δεν φαίνονταν ούτε και τα φύκια.
Καταχωνιασμένα και μπλεγμένα ανάμεσα στα βράχια ήταν φύκια. Φύκια απορριμένα και ξεβρασμένα από την θάλασσα.
΄Ασπρα και γκρίζα, ένδειξη ότι ήταν εκεί για  μέρες.  Στο βάθος έβλεπε τα βουνά και εκεί ήθελε να φτάσει. Υψώνονταν επιβλητικά μπροστά του, σαν αρχαία φυλή γιγάντων. ΄Ηταν οι φρουροί. Ξεχασμένοι στις θέσεις τους στην αιωνιότητα και αμετάβλητοι στο χρόνο, φρουρούσαν την παραλία ώστε να μην περάσει κανείς πιο πέρα.
Δεν είχε συναντήσει άλλους ανθρώπους στην παραλία αλλά έβλεπε παντού πατημασιές. ΄Ηταν πατημασιές ανθρώπων. Μεγάλες πατημασιές ενηλίκων αλλά και μικρές πατημασιές παιδιών.
«Μα που πήγαν όλοι;», αναρωτήθηκε. «Μήπως είναι γοργόνες της θάλασσας και επισκέπτονται την ξηρά; ΄Η μήπως είναι αόρατα φαντάσματα, χαμένες ψυχές που είναι καταδικασμένες να περιπλανιούνται στην αιωνιότητα;» Η μόνη απάντηση που πήρε ήταν οι μπερδεμένες πατημασιές στο έδαφος. Τα βουνά όλο και μεγάλωναν προχωρόντας προς αυτά, και μαζί με το μέγεθος, μεγάλωνε και το δέος που ένιωθε για αυτά. ΄Οσο προχωρούσε, σιγά σιγά τα φύκια λιγόστευαν. Το ίδιο και τα βράχια, το ίδιο και οι πατημασιές.
Κάποτε έφτασε στο τέλος της διαδρομής του, με τους φρουρούς να είναι μπροστά του. ΄Ηταν πράσινοι και γεμάτοι ενέργεια και δύναμη. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν τέρατα πανέμορφα που έφτιαξε η φύση για να φρουρούν την τάξη και το χάος! «Ποιος έφτιαξε αυτό τον παράδεισο, όπου όλα μένουν στάσιμα στην ασφάλεια και την ηρεμία;», σκέφτηκε με θαυμασμό. «Ποιος δημιούργησε αυτή την κόλαση, από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος;», αναρωτήθηκε λυπημένα. Κολασμένος παράδεισος και παραδεισένια κόλαση. ΄Ηταν το ίδιο πράγμα. Το καλό και το κακό μαζί, ενωμένα στην ολότητά τους.
΄Ομως από την άλλη, μπορεί και να μην υπήρχε ούτε καλό αλλά ούτε και κακό σε αυτό τον κόσμο. ΄Ισως το καλό και το κακό να ήταν η ερμηνεία, οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος για να εκφράσει ό,τι τον οφελούσε και ό,τι τον απειλούσε.
Στα αριστερά του εξακολουθούσε να βρίσκεται η θάλασσα. Σκοτεινή και απειλητική στα βαθιά νερά και γαλάζια και φιλική στα ρηχά. Τα βουνά υψώνονταν και συνέχιζαν κατά μήκος της θάλασσας. Δεν υπήρχε τρόπος να κολυμπήσει γύρω από αυτά. Αλλά ούτε και από τα δεξιά μπορούσε να πάει, καθώς υπήρχαν και άλλα αμέτρητα βουνά.
Ξαφνικά θυμήθηκε τον άνεμο. Τον χτυπούσε από πίσω, στην πλάτη σε όλη την διάρκεια της διαδρομής.   Σαν από σκέψη,  σαν  από  ένστικτο,  έκανε  στροφή  180  μοιρών  και έκλεισε απότομα τα μάτια του από το θέαμα που αντίκρυσε.
Ο ήλιος! Ο εκτυφλωτικός ήλιος! Σε όλη αυτή τη διαδρομή που έκανε, ο ήλιος ήταν από πίσω του. Σαν τον ήλιο που κρυβόταν πίσω από την πλάτη του, έτσι και η αλήθεια του φανερώθηκε εκεί που δεν περίμενε ότι θα την έβρισκε!
«Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να περάσω αυτά τα βουνά. Αν προσπαθούσα να τα περάσω, ίσως και να πετύχαινα, ίσως και όχι. Δεν έχει σημασία! Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να γυρίσω πίσω και να βρω άλλο τρόπο να περάσω γύρω τους
Πήρε το δρόμο της επιστροφής. ΄Ετρεχε! Οι μυς του κορμιού του τεντώνονταν και συστέλλονταν, σαν πιστόνια μηχανής που δούλευε ασταμάτητα. ΄Ετρεχε με μία αντοχή υπεράνθρωπη, τροφοδοτημένος από την χαρά και τον ενθουσιασμό αυτού που σκέφτηκε.
Καθώς έτρεχε, κοίταξε ψηλά και είδε ένα πουλί. Το πουλί ήταν καλυμμένο με γαλάζιες φλόγες. Κατευθύνθηκε προς τον ήλιο  και  ενώθηκε  μαζί  του. Φωτεινές  ακτίνες  από  εκρήξεις φάνηκαν στο στέμμα του ήλιου. Το χρώμα του από κίτρινο μετατράπηκε σταδιακά σε γαλάζιο. Αμέσως η λάμψη του έγινε πιο γλυκιά. Τώρα μπορούσε να τον κοιτάζει κατάματα.
Σε μία στιγμή, τα πόδια του σταμάτησαν να πατούν το έδαφος.  ΄Αρχισε να αιωρείται, συνεχίζοντας το τρέξιμό του.
΄Ηταν αυτός που είχε αρχίσει να πετάει, ή μήπως το έδαφος από μόνο του κατέβαινε;
Δεν ήξερε. Κοίταξε την γαλάζια λωρίδα φωτός που σχημάτιζε ο ήλιος πάνω στην θάλασσα. ΄Εμοιαζε να τον ακολουθάει, αλλά η αλήθεια ήταν άλλη. Δεν ήταν μία, αλλά άπειρες λωρίδες! 

 «Αυτές οι λωρίδες είναι οι διαφορετικές όψεις της αλήθειας, που πέφτουν πάνω στην θάλασσα της γνώσης!», σκέφτηκε. «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να βρίσκεται ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία της παραλίας».
Συνέχισε να τρέχει ώσπου το τοπίο χάθηκε κάτω από τα πόδια του. Βρισκόταν στο κενό. Το γαλάζιο κενό που είχε δημιουργήσει ο ήλιος. Σταμάτησε το τρέξιμο και έκλεισε τα μάτια. Δεν έβλεπε τίποτα πέρα από το μαύρο. Δεν άκουγε τίποτα πέρα από τους χτύπους της καρδιάς του.
΄Ανοιξε τα μάτια του και βρέθηκε πάλι στην παραλία. ΄Ηταν καλοκαίρι, ίδια μέρα αλλά η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο. Οι φρουροί στο βάθος είχαν εξαφανιστεί.

No comments:

Post a Comment

The Truth about Conspiracy Theories is...

... that they upset people. Really, whenever I try to have a discussion about conspiracies, people tend to change the topic or to...