Tuesday 11 February 2020

Το Λευκό Δωμάτιο - Μέρος 1


Στο Λευκό Δωμάτιο

1.1    Έξοδος!

Βρισκόταν στο λευκό δωμάτιο. Το δωμάτιο είχε σχήμα ημισφαιρικό. Κλειστές στον σφαιρικού σχήματος τοίχο ήταν 4 πόρτες, τοποθετημένες κάθετα μεταξύ τους σαν να έδειχναν τα 4 σημεία του ορίζοντα. Κάθε μία είχε και διαφορετικό χρώμα. Τα χρώματά τους ήταν πράσινο, κόκκινο, μπλε και καφέ. Στην κορυφή του δωματίου ήταν γραμμένο ένα κείμενο που ήταν πολύ μακριά για να το διαβάσει.

Ο Δαμιανός αγνοούσε το πως είχε βρεθεί εκεί. Δεν θυμόταν τίποτα, πέρα από το γεγονός ότι ταξίδευε με καράβι για την Κόστα Ρίκα για δουλειές. Είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι της καμπίνας εκείνη την νύχτα. ΄Οταν ξύπνησε, βρέθηκε στο λευκό δωμάτιο. Ούτε πόσο καιρό ήταν εκεί θυμόταν. Δεν φορούσε το ρολόι του όταν είχε κοιμηθεί και έτσι αυτό είχε μείνει πίσω. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.

Σε αυτό το παράξενο δωμάτιο, δεν ένιωθε το συναίσθημα της πείνας. ΄Ηταν σαν να είχε βρεθεί σε μία άλλη διάσταση όπου δεν ίσχυαν οι νόμοι της φύσης, και επομένως ούτε οι βιολογικοί.

Μέρες τώρα έψαχνε για μία διέξοδο από την φυλακή του αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο να ξεφύγει. Οι πόρτες δεν είχαν χερούλι και όση δύναμη και να έβαζε δεν μπορούσε να τις παραβιάσει. Ούτε πουθενά στον τοίχο υπήρχε κάποιο κρυφό κουμπί που πατώντας το θα άνοιγε κάποια από τις πόρτες.

΄Ολα έδειχναν ότι θα έμενε εκεί για πάντα, εκτός και αν κάτι γινόταν που θα άλλαζε αυτή την κατάσταση.

«Πώς θα ανοίξω αυτές τις καταραμένες πόρτες;», είπε με οργή. Μόλις μίλησε, οι πόρτες άρχισαν να πάλλονται με κυματοειδή τρόπο, λες και είχαν συντονιστεί με τα ακουστικά κύματα που έβγαλε η φωνή του.  Μόλις όμως σταμάτησε η ηχώ, οι πόρτες επέστρεψαν στην κανονική τους σταθερή μορφή.

Ξαφνιάστηκε και ταυτόχρονα ενθουσιάστηκε από αυτό που έγινε. «΄Ισως να υπάρχει κάποιος τρόπος να ξεφύγω», σκέφτηκε. «Πώς όμως; Οι πόρτες φαίνεται ότι αντιδρούν στα φωνητικά κύματα, ίσως αν φωνάξω αρκετά δυνατά να σπάσουν».

΄Αρχισε να φωνάζει δυνατά, όμως οι πόρτες δεν δονούντουσαν καθόλου. Συνέχισε να φωνάζει αλλά και πάλι τίποτα. Στο τέλος σταμάτησε απογοητευμένος.

Του φαινόταν παράξενο.  Πώς όταν μίλησε πριν οι πόρτες άρχισαν να πάλλονται, ενώ τώρα δεν γινόταν τίποτα;

΄Ηθελε να βρει μία λύση, καθώς ένιωθε ότι είχε αποκοπεί πολύ καιρό από τον υπόλοιπο κόσμο. Του έλειπε η οικογένειά του, οι φίλοι του, η κοπέλα του, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που έκανε έξω. «Αν μείνω και άλλο εδώ μέσα θα τρελαθώ!», σκέφτηκε. «Αλλά τι μπορώ να κάνω; Αυτό το δωμάτιο δεν παίρνει ούτε από φωνές αλλά ούτε και από λόγια..  λόγια! ΄Ισως οι πόρτες να υπακούν σε ηχητικά κύματα τα οποία αντιστοιχούν σε ανθρώπινες λέξεις

«Θέλω να φύγω από δω!», είπε δυνατά και καθαρά. Πάλι δεν έγινε τίποτα, όμως αμέσως του κατέβηκε μία ακόμα ιδέα· Επανέλαβε αυτά που είχε πει την πρώτη φορά που μίλησε και οι πόρτες δονήθηκαν. Είχε δίκιο, οι πόρτες πάλι άρχισαν να κυματίζουν. «΄Ισως αν απομονώσω κάθε λέξη από την πρόταση αυτή να δω ποιες λέξεις επιδράσανε στις πόρτες», σκέφτηκε.

Καθώς δοκίμαζε μία μία τις λέξεις, οι πόρτες αντέδρασαν όταν είπε τις λέξεις «ανοίξω» και «πόρτες».

Κατάλαβε τί είχε συμβεί. Οι πόρτες υπάκουαν σε φωνητικές εντολές. Συνειρμικά, θυμήθηκε το παραμύθι του Αλί Μπαμπά και τους 40 κλέφτες. «Ανοίξτε πόρτες!», φώναξε. Οι πόρτες άρχισαν να κυματίζουν ολοένα και πιο δυνατά και ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται διάφανες και να εξαφανίζονται. Στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτα από τις πόρτες, παρά μόνο το κενό που υπήρχε πίσω τους.
  
Οι πόρτες λειτουργούσαν με φωνητικές εντολές, και άνοιγαν με συγκεκριμένα λόγια, όπως είχε καταλάβει. Αλλά όταν ανέφερε τις λέξεις αυτές μπερδεμένες και σε άλλο γένος, οι πόρτες λειτούργησαν, αλλά όχι ολοκληρωμένα. Χάρηκε, γιατί άρχισε να καταλαβαίνει πώς λειτουργούσαν. Θα έλεγε κανείς πως αντέδρασαν με τέτοιο τρόπο όπως θα αντιδρούσε και ένας άνθρωπος. ΄Αν αντί για πόρτα ήταν ένας φρουρός και για να τον αφήσει να περάσει έπρεπε να του πει το σύνθημα, τότε αν του έλεγε την αρχική πρόταση, η σύγχιση στα μάτια του φρουρού θα πρόδιδε μέρος της αλήθειας, αφού θα είχε ακούσει τις δύο λέξεις του συνθήματος σχεδόν κολλητά. Κοίταξε προς το κενό που σχημάτιζαν τα περάσματα. 

«Να είναι αυτό ένα είδος δοκιμασίας;», αναρωτήθηκε. «Ποιά πόρτα πρέπει να επιλέξω; Ποιά είναι η σωστή;»

Χωρίς πολλές καθυστερήσεις και με αποφασιστικότητα, επέλεξε να μπει εκεί που κάποτε ήταν η πράσινη πόρτα. Ακολούθησε καθαρά το ένστικτό του για την επιλογή του αυτή. Με το που μπήκε μέσα, το τοπίο άλλαξε και βρέθηκε σε μία καταπράσινη ζούγκλα.

1.2    Το ξεχασμένο πρόσωπο

Με το που βρέθηκε στη ζούγκλα, αμέσως ένιωσε πολύ καλύτερα ψυχολογικά. Είχε βαρεθεί την κλεισούρα του δωματίου που ήταν πριν. Παρόλα αυτά, εκείνη την στιγμή έπρεπε να δει τι μπορούσε να κάνει στο καινούργιο μέρος που βρισκόταν.

Κοίταξε το τοπίο γύρω του. Παρότι ήταν μέρα, δεν έβλεπε πουθενά τον ήλιο. Γιγαντιαίων διαστάσεων δέντρα απλώνονταν ψηλά στον ουρανό και τον κάλυπταν με τα φύλλα τους. Δεν είχε πολλές γνώσεις βοτανικής, και δεν ήξερε τί δέντρα ήταν. ΄Ηξερε όμως ότι δεν είχε ξαναδεί όμοιά τους. Στο έδαφος υπήρχαν φύλλα από τα δέντρα και αραιή βλάστηση, τόση που δεν δημιουργούσε δυσκολία στο περπάτημα, αλλά και αρκετή ώστε να καλύπτονται οι πατούσες του. Παρατήρησε ότι το έδαφος ήταν λασπώδες και πρέπει να είχε βρέξει πριν. ΄Αρχισε να προχωρά.

Παρατήρησε ότι το δάσος, πέρα από τα δέντρα, δεν είχε ζωή, ή τουλάχιστον ζωή δεν είχε συναντήσει ακόμα. Από την μία αυτό ήταν καλό, γιατί θα γλίτωνε από φίδια, μεγάλα αιλουροειδή και άλλα επικίνδυνα ζώα.

Από την άλλη όμως, αυτό τον έβαλε σε υποψίες. Μήπως δεν βρισκόταν στον πλανήτη Γη; Δεν ήταν σίγουρος. Αφέθηκε στις σκέψεις του καθώς συνέχιζε την πορεία του.

Περπατούσε αρκετή ώρα. Μία αίσθηση dejavu τον έκανε να σταματήσει καθώς πολλά από αυτά που έβλεπε κάπου τα είχε ξαναδεί. Τα πόδια του πονούσαν από το περπάτημα και κάθισε δίπλα στον κορμό ενός δέντρου να ξεκουραστεί.

Θυμήθηκε  την  κοπέλα  του  που  είχαν  κοιμηθεί  μαζί  το βράδυ που πριν φύγει για την Κόστα Ρίκα. Αυτός και αυτή δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά. Πολλά καυγαδάκια και μικρότητες είχε η σχέση τους και αυτό φαίνεται ότι είχε αρχίσει να κουράζει και τους δύο.

΄Ηταν πλέον ζήτημα χρόνου μέχρι κάποιος να αποχωρίσει. Ο Δαμιανός είχε σκεφτεί αυτός να κάνει το πρώτο βήμα.

«Γιατί να συμβαίνει αυτό και οι άνθρωποι να χωρίζουν;», σκέφτηκε. «Γιατί πάντοτε όταν έχουμε μία σχέση θυμώνουμε κάθε μέρα με αυτά που δεν μας αρέσουν στον άλλο, και όταν πλέον τελειώνει η σχέση αυτή θυμόμαστε όλες τις καλές στιγμές; Πιο καλά δεν θα ήταν να εστιάζαμε στα θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του άλλου; ΄Αραγε τι να σκέφτεται για μένα τώρα; Με έχει νοσταλγήσει ή μήπως με έχει ξεχάσει;»

Ακούμπησε  την  πλάτη  του  στο  δέντρο.   Ο  κορμός  του δέντρου έβγαλε έναν υπόκωφο  ήχο.  

Σηκώθηκε  και  έριξε μία ματιά στο μέρος που είχε ακουμπήσει την πλάτη του. Ο κορμός εκεί είχε σαπίσει και ήταν κούφιος. Η περιέργειά του τον ώθησε να πάρει φόρα και να τον κλωτσήσει. Με ένα δυνατό «Κρακ!», το πόδι του μπήκε μέσα στον κορμό.

΄Ακουσε έναν ήχο σαν βουητό να βγαίνει μέσα από το δέντρο. Λίγες στιγμές αργότερα, ένα σμήνος  εντόμων  βγήκε  μέσα από την κουφάλα που άνοιξε με το πόδι του. 

΄Εβγαιναν εκατοντάδες έντομα μαζί σαν ένα τεράστιο σκουλήκι, το οποίο φαινόταν να μην έχει τέλος. Μετά από αρκετή ώρα άδειασε η τρύπα στο δέντρο και κάθισε στο έδαφος ξεφυσόντας με ανακούφιση.   ΄Εκλεισε για λίγο τα μάτια του.

Μόλις τα άνοιξε, είδε μπροστά στα πόδια του ένα από αυτά τα έντομα. ΄Εμοιαζε με ακρίδα, αλλά δεν ήταν. ΄Ηταν λίγο μεγαλύτερο στο μέγεθος και το χρώμα του άλλαζε από πράσινο σε μπλε, από μπλε σε καφέ, από καφέ σε κόκκινο και μετά πάλι σε πράσινο. Είχε φτερά μεγαλύτερα από της ακρίδας, χαρακτηριστικό που του επέτρεπε να πετάει. ΄Απλωσε το χέρι του να το πιάσει, αλλά το έντομο πέταξε ψηλά και εξαφανίστηκε. Καθώς το έντομο πετούσε ψηλά, του έδωσε την εντύπωση πως αν ήταν άνθρωπος και όχι ζώο θα του χαμογελούσε  γλυκά.

«΄Ωστε υπάρχει ζωή εδώ πέρα», σκέφτηκε. «Και τί ζωή!» Σηκώθηκε  μετά  από  λίγο  και συνέχισε  την  πορεία  του.

Δεν περπάτησε περισσότερο από μισή ώρα, και βρέθηκε ξανά στην κουφάλα του δέντρου που είχε σπάσει.

Αυτό εξηγούσε το αίσθημα deja vu που ένιωσε πιο πριν. Επέστρεφε μονίμως στο σημείο από το οποίο είχε αρχίσει. Ο Δαμιανός όμως ήθελε να επιστρέψει στο λευκό δωμάτιο για να δει και οι άλλες πόρτες που έβγαζαν. Ούτως ή άλλως είχε βάλει αέρα και έκανε κρύο.

Μικρές ψιχάλες έπεσαν στους ώμους και το κεφάλι του. Μετά από λίγο άρχισε να βρέχει σιγανά. Από περιέργεια και μόνο δοκίμασε το νερό. ΄Ηταν αλμυρό στην γεύση και στυφό.

Κοίταξε την κουφάλα που είχε σπάσει πριν και πήγε κοντά της. Μέσα είδε ένα σφαιρικό πράσινο πετράδι που φωσφόριζε στο σκοτάδι. Το πήρε μαζί του, καθώς σκέφτηκε ότι μπορεί να τον βοηθούσε να επιστρέψει στο λευκό δωμάτιο.

Η βροχή μετά από λίγο σταμάτησε. Μέσα από την κουφάλα άρχισαν να βγαίνουν πολύχρωμα κλωνάρια. ΄Αρχισαν να τυλίγουν το δέντρο και να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Δημιούργησαν μία ανεμόσκαλα, της οποίας η εικόνα και μόνο σε προσκαλούσε να ανέβεις.

Και αυτό έκανε ο Δαμιανός. Ξεκίνησε να την ανεβαίνει. Καθώς ανέβαινε, παρατηρούσε το έδαφος που σταδιακά μίκραινε. ΄Υστερα από αρκετή ώρα έφτασε στο ύψος των κλαριών του δέντρου. Προσεχτικάροσεχτικά, τα παραμέρησε και συνέχισε να ανεβαίνει.

Αχτίδες φωτός άρχισαν να ξεπροβάλουν δειλά-δειλά μέσα από τα φύλλα. Ολοένα και δυνάμωναν, μέχρι που έφτασαν στο σημείο να είναι εκτυφλωτικές. Τελικά πέρασε πάνω από τα δέντρα. Από ένστικτο, κοίταξε πάνω του. Το φως τον στράβωσε. Φευγαλέα, λίγο πριν τυφλωθεί, του φάνηκε ότι είδε ένα πρόσωπό στον ορίζοντα. Χαμογελούσε με μοχθηρία και τα μάτια του είχαν μία σατανική λάμψη. ΄Αρχισε να τον κυριεύει ο τρόμος καθώς όλα άρχισαν να γίνονται άσπρα.

1.3    Σκακιέρα στον αέρα

΄Οταν η όρασή του καθάρισε, βρισκόταν και πάλι στο λευκό δωμάτιο. Στο μυαλό του υπήρχε ακόμα η εικόνα του προσώπου που είχε δει. Κάτι του θύμιζε. ΄Ισως μία πλευρά του εαυτού του που είχε κάποτε απαρνηθεί.

Κοίταξε τον χώρο γύρω του. ΄Ολα ήταν εκεί όπως τα άφησε, αλλά έλειπε πλέον η πράσινη πόρτα. ΄Ηταν σαν να μην ήταν ποτέ εκεί. Στην θέση της υπήρχε μία στρογγυλή υποδοχή. ΄Εβαλε το πετράδι εκεί, το οποίο ταίριαξε ακριβώς μέσα της, κάνοντας ένα επιδοκιμαστικό «Κλικ».

«Μάλιστα», είπε στον εαυτό του. «Μάλλον τελείωσα όσα είχα να κάνω με αυτή τη πόρτα..».
Κοίταξε τις άλλες πόρτες και αναρωτήθηκε σε ποια να μπει. Το μπλε χρώμα ήταν αυτό που επέλεξε και τρέχοντας μπήκε μέσα στην πόρτα.

Βρέθηκε στο κενό. Γαλάζιο παντού. Αυτός επέπλεε ακίνητος στο χώρο. Γύρω του και σε μεγάλη απόσταση υπήρχαν σκούρες μπλε έλικες που γύριζαν αργά και σταθερά.

«Παράξενο μέρος..», συλλογίστηκε.  «Από  την  ζούγκλα και την τροπική βλάστηση σε μία αέρινη διάσταση».

΄Ενιωσε ότι έχανε ύψος. Κάτω από τα πόδια του άρχισε να σχηματίζεται ένα τετράγωνο. Καθώς ολοένα και μεγάλωνε, παρατήρησε ότι δεν ήταν απλώς τετράγωνο, αλλά σκακιέρα. Προσγειώθηκε μαλακά πάνω της. 

Ξαφνικά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος από ψηλά.

΄Εμοιαζε να ήταν από κέρας, αλλά είχε πιο μεταλλικό ήχο.

΄Εριξε μια εποπτική ματιά στην σκακιέρα και συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο τετράγωνο που βρίσκεται ο λευκός βασιλιάς. ΄Ενα αίσθημα φόβου τον κυρίεψε. Κοίταξε ευθεία μπροστά του, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται τα αντίπαλα πιόνια και είδε μία φιγούρα να στέκεται στην θέση του αντίπαλου βασιλιά.

΄Ηταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με μακριά μαλλιά και γεννιάδα. Οι άσπρες περιοχές στα ξανθά μαλλιά του έδειχναν ότι ήταν πάνω από 40. Ο ρουχισμός του ήταν απλός και αρχαϊκός και κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί στο χέρι. Τα χαρακτηριστικά του ήταν όμορφα, αλλά και ταυτόχρονα ήταν παγερά και ψυχρά. Τα μάτια του ήταν γαλάζια. Του θύμισε πολεμιστή βίκινγκ.

Μέσα από το σώμα του Δαμιανού άρχισε να βγαίνει ένα σπαθί. ΄Οταν βγήκε έξω ολόκληρο, ήταν διάφανο και μπορούσε να δει κανείς μέσα από αυτό. Μετά από λίγες στιγμές όμως το σπαθί απόκτησε πραγματική μορφή. Χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρε. Μπλε ενέργειες ξεπήδησαν από το σπαθί και τύλιξαν το σώμα του.

΄Ενιωσε τους μυς του να μεγαλώνουν και να διογκώνονται, ενώ παράλληλα είδε το έδαφος να μικραίνει ανεπαίσθητα συνειδητοποιώντας έτσι ότι είχε ψηλώσει λίγο.
«Ποιός είσαι;», φώναξε στον πολεμιστή. «Είσαι εχθρός ή φίλος;».

Ο πολεμιστής  δεν  απάντησε.  Το  μόνο  που  έκανε  ήταν να κοιτάζει ανέκφραστος. Η στάση του σώματός του όμως του έλεγε ότι βρισκόταν σε επιφυλακή. Ξαφνικά, ακούστηκε κάτι που θα έλεγε κανείς ότι έμοιαζε με ήχο πτηνών, αλλά παραμορφωμένο λες και παιζόταν από μεγάφωνο.

Από τον ουρανό είδε να έρχονται άσπρα και μαύρα φτερωτά πλάσματα. ΄Ηταν ψηλά όσο και ένας άνθρωπος και δεν έμοιαζαν με τίποτα από όσα είχε δει ο Δαμιανός. Είχαν τέσσερα πόδια, δύο χέρια και τρία γαλάζιο μάτια το καθένα. Στόμα δεν υπήρχε στο τριγωνικού σχήματος κεφάλι τους. Τα άσπρα προσγειώθηκαν απειλητικά δίπλα στον Δαμιανό και τα μαύρα δίπλα στον πολεμιστή, περικυκλώνοντας τον καθένα τους ξεχωριστά.

«Βάλε την λογική σου να δουλέψει Δαμιανέ! Τι μπορώ να κάνω τώρα εδώ;», σκέφτηκε προσπαθώντας να πολεμίσει τον φόβο του. Την μάχη που θα έδινε με τον φόβο του όμως διέκοψε η επίθεση των πλασμάτων.

΄Ηταν πολλά αλλά ήταν σχετικά αργά στις κινήσεις τους. Κάποια από αυτά πέταξαν στον ουρανό για να κάνουν επίθεση από ψηλά.

Απέφευγε και απέκρουε τα γαμψά νύχια των πλασμάτων, αλλά δεν έβρισκε το χρόνο να αντεπιτεθεί. Και το κυριότερο απ΄ όλα, τα πλάσματα δεν έδειχναν να κουράζονται, σε αντίθεση με αυτόν.

«΄Η αυτά ή εγώ!», σκέφτηκε.

Ρισκάρισε να κάνει μία επίθεση με κίνδυνο να τον χτυπήσουν. Με μία επιδέξια κίνηση έκοψε το φτερό ενός από τα πλάσματα. Δεν έτρεξε αίμα, αλλά μία κολλώδης άχρωμη ουσία. Το φτερό αμέσως ξαναφύτρωσε. ΄Ενα από τα υπόλοιπα πλάσματα τον χτύπησε στον ώμο ξυστά και τον έγδαρε.  Η δύναμη του χτυπήματος ήταν τέτοια που τον σώριασε κάτω. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε ότι τα πλάσματα γύρω του τον πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Να είχε έρθει άραγε το τέλος του;

Αποφάσισε να μην τα παρατήσει και κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Παρατήρησε ότι απέναντι ο πολεμιστής βίκινγκ μαχόταν και αυτός με τους μαύρους δαίμονες. Αυτό του έδωσε κουράγιο.  Δεν ήταν μόνος του.

«Πρέπει να πάω δίπλα του», είπε ο Δαμιανός στον εαυτό του. «Ενωμένοι έχουμε πιο πολλές πιθανότητες να νικήσουμε!»

Σηκώθηκε γρήγορα και αποφασιστικά και προχώρησε στην αντεπίθεση. ΄Επρεπε να δημιουργήσει ρύγμα στον κλοιό που είχαν φτιάξει τα πλάσματα. Με ένα ταχύτατο χτύπημα έκοψε το κεφάλι ενός από αυτά, ενώ ταυτόχρονα με μια φευγαλέα ματιά είδε να έρχεται ψηλά από πίσω του ένα από τα πλάσματα που ήταν στον αέρα.  Την στιγμή που ήταν να πέσει πάνω του, πήδηξε απότομα στο πλάι και πιάστηκε από τον λαιμό του πλάσματος, το οποίο τον πήρε μαζί του στην πορεία του. Το πλάσμα ανασηκώθηκε και πέταξε πάνω από τον κλοιό.

Ο Δαμιανός το άφησε και έπεσε στο έδαφος. Η πτώση τον έκανε να γονατίσει ελαφρώς και με μία κραυγή άρχισε να τρέχει προς το μέρος του πολεμιστή σηκώνοντας το σπαθί του.

Τα μαύρα πλάσματα γύρισαν προς το μέρος του ξαφνιασμένα και αλαφιασμένα. Αυτός έφτασε σε απόσταση μάχης σώμα με σώμα και κατέβασε το σπαθί του, διαχωρίζοντας στα δύο ένα από αυτά. ΄Ενα συντριβάνι αίματος τον περιέλουσε.

Εκείνη την στιγμή ο πολεμιστής έβγαζε το σπαθί του από έναν από τους δαίμονες που είχε καρφώσει, μόνο και μόνο για να τον δει να ξανασηκώνεται. Είχε αρκετές πληγές πάνω του αλλά δεν φαινόταν να τον ενοχλούν.

Στον Δαμιανό τα μαύρα πλάσματα φάνηκαν πολύ αδύναμα. Δεν αντιδρούσαν όταν τα χτύπηγε και όταν τα χτύπαγε έβγαζαν αίμα. Κατάλαβε τι συνέβαινε.

«Τα άσπρα πρέπει να πολεμίσεις, είπε στον πολεμιστή. «Τα άσπρα μπορείς να τα σκοτώσεις
  
Ο πολεμιστής έδειξε να καταλαβαίνει και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα άσπρα που είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τους δύο μαχητές. Με μία περιστροφική κίνηση του σώματός του, έκοψε τρία κεφάλια και αμέσως μετά με μία αστραπιαία κίνηση έπιασε τον λαιμό ενός από τα πλάσματα και τον έσπασε. Η εμβέλεια του σπαθιού του δημιουργούσε έναν θανάσιμο κλοιό σε όποιο προσπαθούσε να την διαπεράσει. 

Ο Δαμιανός από την άλλη μεριά συνέχιζε να σφάζει τα μαύρα πλάσματα ανελέητα και με μίσος. Είχαν προσπαθήσει να τους σκοτώσουν πριν. Θα τα λυπόταν τώρα; 

Με μία κραυγή θριάμβου έχωσε το σπαθί του στα σωθικά του τελευταίου δαίμονα, και καθώς το έβγαζε το έστριψε, πετάγοντάς τα αυτά έξω. Η λίμνη που σχημάτισε το αίμα του δημιούργησε ένα φυσικό καθρέφτη. Κοίταξε τον εαυτό του μέσα. Η έκφρασή του ήταν η ίδια με αυτή του προσώπου που είχε δει όταν ανέβηκε ψηλά στο δέντρο προηγουμένως. 

΄Ενιωσε να το απολαμβάνει και αποδέχτηκε την ικανότητά που είχε να γίνεται βίαιος και καταστρεπτικός.

No comments:

Post a Comment

The Truth about Conspiracy Theories is...

... that they upset people. Really, whenever I try to have a discussion about conspiracies, people tend to change the topic or to...