Monday 3 February 2020

Πες μου το φίλο σου

Ήταν μία φεγγαρόλουστη νύχτα του Φλεβάρη. Από τον εσωτερικό χώρο μίας πολυτελέστατης βίλας των βορείων προαστίων της Αθήνας, μία οχλοβουή ακουγόταν. Κάποιος έκανε πάρτι και είχε καλέσει τους φίλους του.

Μερικοί από τους προσκεκλημένους είχαν μαζευτεί στην κουζίνα και όρθιοι έπιναν τα μπουρμπουλιστά και μή, ποτά τους. Το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας ήταν παλιομοδίτικο, αντίκα ηλικίας ίσως μεγαλύτερης των εκατό χρονών. Πολύτιμο όπως και ο χρόνος, ο οποίος σε γήινα δεδομένα θα μετρούταν ως 23:30, ή αλλιώς μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.

«Μα τί στον κόρακα κάνω εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε ο Υάκινθος, ο οποίος καθόταν σε μία γωνιά και περιέπαιζε με το δικό ποτό: ένα ποτήρι ροζέ κρασί. «Θα προτιμούσα να βρισκόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου.»

Η αλήθεια ήταν πως είχε φάει τσίλι κον κάρνε με μυαλά αστακού το μεσημέρι και του είχε κάτσει στο στομάχι. Είχε απορροφήσει την ενέργεια του πρώην ζωντανού βοδιού και των αστακών και τώρα αυτά τα έμβια όντα μέτα θάνατον τον εκδικούνταν ρουφώντας την δική του ενέργεια.

«Ίσως να μου φτιάξει η διάθεση αν μιλήσω κάπου,» σκέφτηκε.

Μία παρέα τριών ατόμων, δύο άντρες και μία νεαρή γυναίκα κουβέντιαζαν μεταξύ τους.

«Πώς θα λεγόταν ένα παιδί από την Αθηνά Ωνάση και τον Τσάκ Νόρρις;» ρώτησε ο χοντρός εξηντάρης κύριος, ο οποίος κρατούσε ένα μπουκάλι αψέντι στο χέρι και έπινε από το στόμιο.

«Πώς;» χαχάνισε όλο περιέργεια ο σαραντάρης κύριος με το ποτήρι της βότκας στο χέρι. «Πώς θα λεγόταν;»

 «Τσάκ - Ωνας» απάντησε ο χοντρός εξηντάρης κύριος. 

Ο σαραντάρης γέλασε προσποιητά με το αστείο αυτό, μιάς και δεν του άρεσαν τα λογοπαίγνια. Όμως υπήρχε κάτι βαθύτερο που τον απασχολούσε.

Η νεαρή δεσποινής που έπινε την λεμονάδα της με το καλαμάκι, φάνηκε να της αρέσει το αστείο αυτό και γέλασε με μία στριγγλιστή φωνή.  Τα μάτια της ήταν μονίμως ανοιχτά και στρογγυλά.

Αυτό που ενόχλησε τον σαραντάρη δεν ήταν η στριγγλιστή φωνή της κοπέλας ούτε και το σχήμα των ματιών της, αλλά το γεγονός ότι ο εξηντάρης είχε κερδίσει το ενδιαφέρον της, έστω και παροδικά.

Όντας νικητής σε αυτή τη μονομαχία, ο εξηντάρης στεκόταν με ορθωμένο ανάστημα, ενώ ο σαραντάρης, αν και ψηλότερος, είχε μαζευτεί με το κεφάλι σκυμμένο.

Ούτε στον Υάκινθο βέβαια άρεσε το αστείο και εξακολουθούσε να αισθάνεται άσχημα. Έπρεπε να νιώσει καλύτερα, πάση θυσία. Έλαβε δράση.

«Χαχα, πλάκα έχετε εσείς» είπε πεταγόμενος σαν το μανιτάρι. «Σόου κάνετε; Τί είστε, κωμικό ντουέτο; Ο χοντρός και ο λιγνός;» είπε ξερά και γέλασε εμπαικτικά.

Ξαφνικά, το πρήξιμο στο στομάχι του Υάκινθου ελαττώθηκε.

Ο κύριος Βότκας και ο κύριος Αψέντις γέλασαν αμήχανα και κάπως μπερδεμένοι. Ο Βότκας μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο και ο Αψέντις έχασε το αγέρωχο ανάστημά του. Αμέσως μπήκαν στο παρασκήνιο.

Ρουφώντας την ημί–ξυνη και ημί–γλυκη λεμονάδα της, η στρογγυλοματούσα Γιοζεφίνα σκέφτηκε «Α, έχει πλάκα αυτός! Πολύ θράσος!» και αυτό που πραγματικά εννοούσε ήταν «Να μία καλή πηγή ενέργειας για να ρουφήξω!»

Έστρεψε το βλέμμα της προς τον Υάκινθο και ανασήκωσε ελαφρώς το καλαμάκι μέσα στο ποτήρι της. Όλα έδειχναν πως θα το ξεθηκάρωνε από το ποτήρι και θα τρυπούσε το κρανίο του Υάκινθου για να στραγγίξει την φαιά ουσία του μέχρι τελευταίας σταγόνας. 

Παρόλα αυτά, την τελευταία στιγμή έβαλε ξανά μέσα το καλαμάκι στο ποτήρι – θήκη και ανακάτεψε με αργές μεθοδικές κινήσεις τον πάγο που είχε αρχίσει να αποκτά ρωγμές από την θερμότητα του περιβάλλοντος. «Χα – χα, λες πάντα τέτοιου είδους αστεία;» είπε στον Υάκινθο με ένα αποπλανητικό χαμόγελο.

«Όχι πάντα,» απάντησε ο Υάκινθος, «μόνο όταν βλέπω φιγούρες που με εμπνέουν..» Έπειτα συνέχισε «Να σε ρωτήσω, σε έχει ματιάσει κάποιος;»

«Ε, πώς να το ξέρω αυτό;» απόρησε η Γιοσεφίνα. 

«Γιατί τα μάτια σου σε κάνουν να ξεχωρίζεις...» άρχισε ο Υάκινθος.

«Ω, ευχαριστώ!» είπε η Γιοσεφίνα.

«... σε κάνουν να μοιάζεις με κουκουβάγια!» τελείωσε ο Υάκινθος.

Το κυκλικό σχήμα των ματιών της Γιοσεφίνας διαγράφηκε πιο καθαρά και απέδειξαν την αλήθεια του αγενούς σχολίου του Υάκινθου. Η κοπέλα ντροπιάστηκε και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Παραδόξως, ο Υάκινθος αντί να ντραπεί αισθάνθηκε ακόμα καλύτερα. Όμως, ένα κενό υπήρχε ακόμα μέσα του. Η κουβέντα αυτή τον είχε κουράσει και τώρα πια ήθελε να μείνει μόνος του. «Ίσως μέσα στην κρεβατοκάμαρα να βρω την ησυχία μου!» Αποχώρησε από τον κρανίου τόπο.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας του σπιτιού ήταν κλειστή και ο Υάκινθος άνοιξε και μπήκε μέσα.

Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν... ενδιαφέρον. Δύο από τους καλεσμένους που είχε γνωρίσει στην αρχή του πάρτι είχαν αποσυρθεί και ερωτοτροπούσαν. Ήταν ένα ζευγάρι δύο νέων αντιθέτου φύλου που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τις γενετήσιες ορμές τους και αποφάσισαν να προχωρήσουν... παρακάτω. Πού να ήξεραν ότι υπήρχε και κάποιος άλλος που έπαιρνε μάτι ινκόγκνιτο.

«Χμ,» σκέφτηκε ο Υάκινθος, «εγώ πότε πήγα τελευταία φορά;»

Δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Να έχω πάθει από τώρα αλτσχάιμερ;» αναρωτήθηκε, αλλά η σκέψη αυτή ήταν θέατρο, αυτό που ήξερε κάτα βάθος ήταν ότι είχε πολλά – πολλά χρόνια να πάει με γυναίκα.

Αυτό επανέφερε το αρχικό βαρυστομάχιασμά του με δριμύτερη οξύτητα.

«Ίσως αν πιω να συνέλθω λίγο,» μονολόγησε και ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο του ποτηριού του.

Το κρασί δεν έκανε και πολλά και ο Υάκινθος προτίμησε να αφήσει το ζευγάρι στην ησυχία του. Άφησε το ποτήρι να γλιστρίσει από τα χέρια του στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας.

Καθώς έκλεινε την πόρτα, παρατήρησε ότι η γυναίκα τον είχε αντιληφθεί, αλλά αντί να τον αποκαλύψει, αντ’ αυτού τον κοιτούσε παθητικά. Ένα βλέμμα διαπεραστικό χωρίς συναίσθημα, ούτε πόθο, ούτε μίσος, ούτε χαρά. Μόνο μία αρρωστημένη λαγνία.

Και ο νέος άντρας που εκτελούσε το τελετουργικό του, έμοιαζε να είναι φυλακισμένος ανάμεσα στο κλουβί που σχημάτιζαν τα χέρια και τα πόδια της, κουλουριασμένα γύρω από τον κορμό του. Ήταν σαν αυτή να άδειαζε την ζωτική του ενέργεια.

Με μία ύστατη προσπάθεια, ο Υάκινθος απέστρεψε το βλέμμα του και μπόρεσε να κλείσει την πόρτα. Πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 23:40, είκοσι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Μια ακόμη μέρα θα τελείωνε και μία άλλη θα ξεκινούσε. Τίποτα το αξιοπερίεργο, όλα ήταν συνηθισμένα.

Αλλά γιατί άραγε εξακολουθούσε να αισθάνεται τόσο άσχημα; Τί στην ευχή έκανε σε αυτό το μέρος;

Το μόνο που είχε λάβει ήταν μία πρόσκληση από τον κύριο Μακρόβιο, τον ιδιοκτήτη της βίλας αυτής. Ο Μακρόβιος ήταν οικογενειακός φίλος, και άρα θεωρητικά φίλος του. Όλοι στην οικογένεια του Υάκινθου ήταν προσκεκλημένοι αλλά όλοι είχαν άλλα πράγματα να κάνουν εκείνη την μέρα του πάρτι. Έτσι μόνο αυτός πήγε, σαν εκπρόσωπος της οικογένειάς του. 

Στην πραγματικότητα είχε ενδοιασμούς στο να πάει. Η λογική του έλεγε ναι αλλά το ένστικτό του έλεγε όχι.

«Ένα πάρτι είναι,» σκέφτηκε και αναθάρρυσε, «θα περάσει η ώρα. Και πώς περνάει η ώρα πιο γρήγορα; Όταν πιάνει κανείς κουβέντα!»

Δεν ήθελε να μπει σε κάποιο μεγάλο γκρουπ ανθρώπων σαν το τρίο στούτζες το οποίο συνέτριψε προηγουμένως. Προχώρησε προς το σαλόνι αντί της κουζίνας, για να τους αποφύγει.

«Ας βρω κάποιον που είναι μόνος του σαν και μένα!» σκέφτηκε και μία υποσυνείδητη σκέψη του έλεγε «και ας γίνω αγενής και με αυτόν!»

Ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι στηριζόταν με την πλάτη στον τοίχο του σαλονιού και έπινε μία τσουχτερώς κρύα μπύρα. Ήταν αδύνατος ο νέος αυτός, στο όριο του να αποκαλεστεί «κοκκαλιάρης». 

Ο Υάκινθος πλησίασε και έπιασε κουβέντα με τον νέο. «Γεια σου με λένε Υάκινθο, εσένα;»
 
«Σω-σω-σωτήρη!» είπε ο νέος με έντονο τραύλισμα και τρεμουλιαστή φωνή.

«Κρυώνεις ή είσαι τραυλός;» ρώτησε ο Υάκινθος, αμέσως αισθανόμενος καλύτερα. 

«Από μι-μικρό παιδί ήμουν έτσι,» απάντησε ο Σωτήρης, ο οποίος δέχτηκε με πεσιμιστικό και ηττοπαθή τρόπο την προσβολή του Υάκινθου, χαμηλώνοντας ελαφρώς το κεφάλι του.

«Ωραία,» σκέφτηκε ο Υάκινθος, «αυτός δεν προβάλλει καμία αντίσταση! Ας συνεχίσω!» Είπε χλευαστικά: «Δεν πειράζει, πολλοί άνθρωποι είναι έτσι, ο κόσμος δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει για αυτό το ελάττωμά σου!»

Ο Σωτήρης φάνηκε να χάνει την εναπομείνουσα διάθεσή του και άφησε το ποτήρι της μπύρας στην άκρη. Πήγε προς την πόρτα και πήρε το μπουφάν του και το φόρεσε. Να ήταν άραγε πάρα πολύ για να το αντέξει αυτό;

«Φεύγεις;» ρώτησε ο Υάκινθος.

«Όχι, απλά κρύ-κρύωσα,» είπε ο Σωτήρης, «μπάζει ρεύμα.» Γύρισε και κοίταξε τον Υάκινθο με ένα τρόπο παρακλητικό. «Μπορώ να σ-σου εμπιστευτώ κάτι;» τον ρώτησε.

Έκπληκτος ο Υάκινθος είπε «Ναι!»

«Πα-πάντοτε ήμουν έτσι,» άρχισε ο Υάκινθος, «η μητέρα μου πο-ποτέ δεν με συ-συμπάθησε και ο πατέρας μου έφυγε όταν η-ήμουν μικρό παιδί.»

«Α, λυπάμαι!» είπε ο Υάκινθος σχεδόν μηχανικά.

«Και στο σχο-σχολείο όλοι με κορόιδευαν και δεν ήθελαν να παίξω μα-μαζί τους!» 

«Ω, αλήθεια;» ρώτησε ο Υάκινθος.

Ο Σωτήρης συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο για πολλά άλλα συμβάντα στην ζωή του, για την αποτυχία του να μπει στο πανεπιστήμιο, για την αποτυχία του με τις γυναίκες, για την σκατένια δουλειά του που ξεζούμιζε μέχρι και την τελευταία ικμάδα ζωής από μέσα του και για την μίζερη καθημερινότητά του.
Καθώς ο Σωτήρης συνέχιζε τον μονόλογό του, ο Υάκινθος παρατήρησε ότι άρχισε να νιώθει κάπως βαρύς και αγχωμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί συνέβαινε μέχρι την στιγμή που κοίταξε τον Σωτήρη πιο προσεκτικά στα μάτια.
Παρότι ο τόνος της φωνής του Σωτήρη ήταν κακομοίρικος και το παρουσιαστικό του ανθρώπου αξιολύπητου, ο τρόπος που κοιτούσε όταν μιλούσε θύμιζε αρπακτικό. Βαθιά μέσα του, ήταν ο κυνηγός και αυτοί στους οποίους άδειαζε τα προβλήματα – όπλα του ήταν τα θηράματα.

Σε ένα πρωτόγονο και ζωώδες επίπεδο, ο Υάκινθος διαισθάνθηκε τις προθέσεις του Σωτήρη και προσπάθησε να βρει μονοπάτι διαφυγής, κάτι που ήταν δύσκολο μιας και ο κυνηγός του τον είχε κλειδώσει σε νοητική λαβή και δεν μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του.

Με μία ύστατη προσπάθεια απέστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε το ρολόι του. 23:50, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Αυτό έδωσε τον ελάχιστο χρόνο που χρειαζόταν για να σκεφτεί την δικαιολογία που θα τον έσωζε.

«Συγνώμη αλλά πρέπει να πάω στην τουαλέττα,» είπε ο Υάκινθος και προχώρησε βιαστικά προς την καλλιόπη της οικίας.

Φυσικά και δεν πήγε στην τουαλέττα αλλά στην κουζίνα, για να συνέλθει. Αισθανόταν άδειος, ό,τι ενέργεια είχε κλέψει πριν είχε χαθεί και είχε μετανιώσει που πήγε στο πάρτι. Αλλά δεν θα τελείωνε εκεί.

Η περιφερειακή του όραση έπιασε ένα γνώριμο ποτήρι βότκας, τώρα πια ξαναγεμισμένο και έτοιμο για ανάλωση. Ο σαραντάρης κύριος είχε έρθει για να δει αν ήταν καλά ο Υάκινθος.

«Όλα καλά φίλε;» ρώτησε ο Βότκας. «Φαίνεσαι ζαλισμένος, τα έτσουξες; Τα έτσουξες;» είπε και ένα κρυφό χαμογελάκι ικανοποίησης φάνηκε στο μέτωπό του.

Και μόνο η παρουσία του ήταν αρκετή για να ζαλίσει τον Υάκινθο, μιας και δεν ήταν τα λόγια που είχαν σημασία, αλλά οι σκέψεις του Βότκα που τον επηρέαζαν. Και αυτές μάλλον δεν ήταν καλές.

Προτού προλάβει να απαντήσει ο Υάκινθος, ο κύριος Αψέντις μπήκε στο χορό, και παρότι πολύ χοντρός για να χορέψει, είχε παρόλα αυτά αρκετά χοντρό πετσί για να μπορέσει να προσέλθει στον δεύτερο γύρο της αναμέτρησης.

Δεν είπε τίποτα στον Υάκινθο, απλά τον παρατηρούσε με ένα σουβλερό και προκλητικό βλέμμα. Ήπιε μία γουλιά από το μπουκάλι με το αψέντι και φλόγες πετάχτηκαν από τα αυτιά του. Μούγκρισε σαν δράκος και είπε: «δεν θα έπρεπε να πίνεις τόσο πολύ, θα καταστρέψεις το συκώτι σου!» Η φωνή του ακούστηκε περιέργως ήρεμη και στην επιφάνεια ευχάριστη, κρύβοντας στο βάθος αποδοκιμασία και απόρριψη. Σαν αυτή του γονιού που κάνει παρατήρηση στο προσωρινά ξεστρατισμένο από την σωστή συμπεριφορά τέκνο του.

«Θα είμαι εντάξει,» κατάφερε και είπε ο Υάκινθος ο οποίος ακόμα προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του. «Μπορούν να λένε ό,τι θέλουν,» σκέφτηκε, «εγώ είμαι ο κύριος του εαυτού μου.»

Ένα αίσθημα ανακούφισης ήρθε και ο Υάκινθος ήταν στα πρόθυρα να αρχίσει να σωματοποιεί την καινούργια συναισθηματική του κατάσταση. Το ανάστημά του σιγά – σιγά έδειχνε να ορθώνεται και το κεφάλι του έμοιαζε να αλλάζει κλίση και να αρχίζει να κοιτάει οριζόντια από χαμηλά.

«Τα μάτια σου,» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή, «τα μάτια σου δεν μοιάζουν το ένα με άλλο!»

Ο Υάκινθος έστρεψε το βλέμμα του και εκεί ήταν η Γιοζεφίνα η οποία είχε τελειώσει την λεμονάδα της και τώρα πλέον θρυμμάτιζε με το απείρως τσαλακωμένο καλαμάκι της τα παγάκια. 

«Ορίστε;» ρώτησε απορημένος ο Υάκινθος. «Τί θέλεις να πεις;»

«Ότι το ένα σου μάτι είναι πιο πεταχτό από το άλλο! Σίγουρα δεν προσπαθούσες να τα βγάλεις πιο πριν;»

Αυτό το τελευταίο σχόλιο έκανε τον Υάκινθο να θυμηθεί συνειρμικά ότι είχε να πάει με γυναίκα αρκετό καιρό. Η ζαλάδα του επανήλθε πιο οξεία από ποτέ. Άρχισε να χάνει σταδιακά τις αισθήσεις του. 

«Πώ – πω – πω – πω! Δείχνεις να είσαι χειρότερα και από μένα!» είπε ο Σωτήρης ο οποίος έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τον Υάκινθο για να συνεχίσει το άρμεγμα.

«Ντίνγκ – ντόνγκ – ντίνγκ – ντόνγκ!» το ρολόι αντίκα στον τοίχο ήχησε δυνατά. Ήρθαν τα μεσάνυχτα, 12 ακριβώς!

Σαν από διαβολική σύμπτωση, ο Υάκινθος εκείνη την στιγμή σωριάστηκε στο πάτωμα.

Δεν ήταν εντελώς αποκομμένος από το περιβάλλον γύρω του. Μπορούσε να καταλάβει ότι ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω του, ανήσυχοι όλοι και απορημένοι για το τί είχε συμβεί.

Άκουσε μία αντρική φωνή: «Κάντε όλοι στην άκρη!» Η φωνή αυτή, παρότι όχι ιδιαίτερα δυνατή σε ένταση και παρότι δεν είχε τραχιά χροιά, ενέπνεε παρόλα αυτά τον σεβασμό.

Κατόρθωσε να ανοίξει τα μάτια του, και αχνά, γύρω από τον κόσμο μπόρεσε να διακρίνει μία ψηλή φιγούρα.

Ήταν ένας μεσήλικας κύριος, με ψαρρό κοντό μαλλί που φορούσε ένα πουκάμισο με τον γιακά στραμμένο προς τα πάνω, ακολουθώντας πλήρως τις προδιαγραφές της μόδας εκείνης της εποχής.

«Ο κύριος Μακρόβιος!» ακούστηκαν ψίθυροι από τους καλεσμένους.

Ο κύριος Μακρόβιος χαμογέλασε στα χείλια αλλά όχι στα μάτια, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο την ανησυχία του. Η οδοντοστοιχία του ήταν πλήρης και ομοιόμορφη, δόντια που άνθρωποι στην ηλικία του θα ζήλευαν. Το μόνο περίεργο ήταν ότι τα ούλα του γύρω από τους κυνόδοντες είχαν μία ελαφρώς πιο έντονη κοκκινάδα, λες και η κυκλοφορία του αίματος να ήταν πιο έντονη εκεί.

«Έ-έδειχνε μία χαρά προηγουμ...» είπε ο Σωτήρης.

Με ένα αυστηρό βλέμμα, ο Μακρόβιος κοίταξε τον Σωτήρη.

Ο Σωτήρης σταμάτησε να μιλάει.

«Φύγετε από εδώ και οι τέσσαρεις!» διέταξε ο Μακρόβιος και χωρίς δεύτερη κουβέντα, Βότκας, Αψέντις, Γιοζεφίνα και Σωτήρης λάκισαν.

Εκείνη την στιγμή η ζαλάδα του Υάκινθου έφτασε στο ζενίθ. Στρέφοντας το σώμα του στο πλάι, ο Υάκινθος ξέρασε το μεσημεριανό του, το τσίλι κον κάρνε με μυαλά αστακού στο πάτωμα. Έχασε τις αισθήσεις του.

***

Έπειτα από ένα ακαθόριστο διάστημα, άρχισε να συνέρχεται. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, και μπορούσε να ακούσει την φωνή του Μακρόβιου.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Μακρόβιο να στέκεται στην πόρτα ενός από τα υπνοδωμάτια της οικίας, με την πλάτη γυρισμένη σε αυτόν. Συνομιλούσε με τον άντρα από εκείνο το ζευγάρι που συνουσιαζόταν προηγουμένως. 

Ο άντρας αυτός ήταν λευκός στο πρόσωπο και χωρίς ζωή, σαν η ίδια η ψυχή του να είχε εξαφανιστεί και το σώμα του να μπορούσε να κινηθεί από λανθάνουσα ζωτική ενέργεια. «Ποια είναι η σχέση σου μαζί του;» ρώτησε τελικά τον Μακρόβιο.

Ο Μακρόβιος έστρεψε το κεφάλι του και τα μάτια του διασταυρώθηκαν με αυτά του Υάκινθου. Ήταν μπλε παγερά αλλά κάτα βάθος ακτινοβολούσαν με μία περίεργη θέρμη.

Εκείνη την στιγμή ο Υάκινθος κατάλαβε.

Και ο Μακρόβιος κατάλαβε ότι ο Υάκινθος είχε καταλάβει. Χαμογέλασε και είπε στον λευκοπρόσωπο:

«Είναι φίλος μου.»










No comments:

Post a Comment

The Truth about Conspiracy Theories is...

... that they upset people. Really, whenever I try to have a discussion about conspiracies, people tend to change the topic or to...